Μου λέει, πες μου μια ιστορία από το διάστημα.
Στο μεταξύ χάραζε, είχε σηκώσει αεράκι που ρυτίδιαζε τη θάλασσα.
Μου λέει, πες πως έχεις έρθει από έναν άλλο πλανήτη από ένα άλλο άστρο και πως πρέπει να φύγεις μόλις ανατείλει το δικό μου.
Στο μεταξύ το αρμυρίκι έσταζε βραδινή δροσιά. Κρύωνε. Σκέφτηκα να σηκωθώ να πάρω την καρέκλα μου να πάω δίπλα της στην δική της πλευρά του τραπεζιού και να την πάρω αγκαλιά.
Μου λέει, πες πως εκεί μακριά στον πλανήτη σου σε περιμένουν οι δικοί σου, η γυναίκα σου και τα παιδιά σου, πως είναι η τελευταία φορά που με βλέπεις, και σηκώνεσαι από την καρέκλα σου, έρχεσαι στην δική μου πλευρά και με αγκαλιάζεις πρώτη και τελευταία φορά.
Στο μεταξύ…