…χωρίς τίτλο

Μου λέει, πες μου μια ιστορία από το διάστημα.

Στο μεταξύ χάραζε, είχε σηκώσει αεράκι που ρυτίδιαζε τη θάλασσα.

Μου λέει, πες πως έχεις έρθει από έναν άλλο πλανήτη από ένα άλλο άστρο και πως πρέπει να φύγεις μόλις ανατείλει το δικό μου.

Στο μεταξύ το αρμυρίκι έσταζε  βραδινή δροσιά.  Κρύωνε. Σκέφτηκα να σηκωθώ να πάρω την καρέκλα μου να πάω δίπλα της στην δική της πλευρά του τραπεζιού και να την πάρω αγκαλιά.

Μου λέει, πες πως εκεί μακριά στον πλανήτη σου σε περιμένουν οι δικοί σου, η γυναίκα σου και τα παιδιά σου, πως είναι η τελευταία φορά που με βλέπεις, και σηκώνεσαι από την καρέκλα σου, έρχεσαι στην δική μου πλευρά και με αγκαλιάζεις πρώτη και τελευταία φορά.

Στο μεταξύ…

για την ανώνυμη υψίφωνο

Η κουβέντα μας ,αν θα μπορούσα να την ονομάσω έτσι, κράτησε λιγότερο από τρία λεπτά. Είχε κατέβει να πετάξει μια σακούλα με σκουπίδια. Ήταν ντυμένη σπιτικά -πρόχειρα χτενισμένα λευκόγκριζα μακριά μαλλιά, ρόμπα μάλλινη , παντόφλες αν και είχε βρέξει από βραδύς και η υγρασία δυνάμωνε την πρωινή δροσιά, πλεκτές κάλτσες.

Η Ρόζα είχε σταματήσει να μυρίσει την πρασινάδα  στη ρίζα ενός καχεκτικού δένδρου. Η γυναίκα είχε σταθεί στο απέναντι  πεζοδρόμιο μερικά μέτρα πιο μακριά και  περίμενε να πλησιάσουμε χαμογελώντας τρυφερά. Έκλεισα τον ήχο στα ακουστικά γιατί κατάλαβα ότι κάτι με ρώτησε. Ντράπηκα να ξαναρωτήσω και επειδή είχε στραμμένο το βλέμμα στην Ρόζα μάντεψα την ερώτηση και απάντησα.

-Ρόζα

-Πόσο χρονών είναι;

-Πέντε περίπου. Μας είχε πλησιάσει και έσκυψε να χαϊδέψει την Ρόζα. Με είδε που κρατούσα το πρωινό «σακουλάκι» της Ρόζας και άνοιξε την πλαστική τσάντα με τα σκουπιδάκια της.

-Βάλτε το εδώ

-Δε είναι ανάγκη. Θα τα πετάξω σε εκείνον τον κάδο.

-Βάλτε το, βάλτε το.

Περπατήσαμε μαζί τα λίγα μέτρα μέχρι εκείνον τον κάδο.

-Είχα κι εγώ σκυλάκι. Γεράσαμε μαζί. Ήμουν υψίφωνος. Τα πρωινά της Κυριακής ακούγαμε όπερα και τραγουδούσε μαζί μου. Εσάς ποιο είναι το όνομα σας;

-Βασίλης

Αναστέναξε.

-Βασίλη έλεγαν τον πρώτο μου έρωτα. Τι ζώδιο είστε;-Ταύρος

-Έχω ωροσκόπο στον Ταύρο.

Άνοιξα τον κάδο  ,έριξε μέσα την τσάντα με τα σκουπίδια.Πριν προλάβω να ρωτήσω το όνομα της μας αποχαιρέτησε.

-Χρόνια πολλά, Χριστός Ανέστη. Γεια σου Ρόζα.

Δευτέρα του Πάσχα 2023

123 λέξεις για μια φωτογραφία

Κάπου έχω μια φωτογραφία με τον πατέρα μου. Ασπρόμαυρη. Φοράω κοντό παντελονάκι και σακάκι. Άσπρα. Εκείνος φοράει γκρι κουστούμι φρεσκοσιδερωμένο. Πρέπει να είμαι πέντε χρονών.

Τον κρατάω από το χέρι. Στο άλλο κρατάει τσιγάρο. Από το ύφος του μπορώ να υποθέσω πως η μάνα μου στέκεται δίπλα στον φωτογράφο και του γνέφει θυμωμένα, πέταξε το χριστιανέ μου.

Σίγουρα  τσακώθηκαν μετά την φωτογραφία. Ελπίζω όχι για πολύ. Στο μεταξύ εμένα καθώς με τύφλωνε ο πρωινός Κυριακάτικος ήλιος τα μάτια μου έμοιαζαν με δυο μικρές κουμπότρυπες.

Όπως κι αν είχε στεκόμαστε καμαρωτοί στο  προαύλιο της εκκλησίας. Μάλλον στην βάφτιση της αδελφής μου. Δεν είμαι σίγουρος. Δεν ρώτησα ποτέ που είναι τραβηγμένη η φωτογραφία. Τώρα πια είναι αργά. Συνήθως τα κενά της μνήμης γεμίζουν με εικασίες.

…νυχτερινές

σε ένα σπίτι με αυλή, λίγο έξω από το χωριό, γύρω γύρω συρματόπλεγμα, να έχεις θέα στη δημοσιά, να λες δυο κουβέντες με τους περαστικούς κι άμα γεράσεις να μπορείς να  ρωτάς το άγνωστο αγόρι ή το κορίτσι τίνος είσαι συ;

μπορεί, ωραία θα είναι,  πιο πέρα να κυλάει ένα ποταμάκι, έστω ένα κανάλι ποτιστικό,  και να λες το βράδυ,  άκου τα βατράχια, να έχεις δηλαδή και τον άνθρωπο σου δίπλα να ξαναρωτάς κι ας μη παίρνεις απόκριση, τα ακούς τα βατράχια;

και όταν τα απόβραδα τα καλοκαιρινά κάτω από την ισχνή κληματαριά ανάμεσα σε μια γουλιά κρασί και σε μια μπουκιά μεζέ αναρωτιούνται οι Αθηναίοι για το νόημα της ζωής, να ξαναγεμίζεις τα ποτήρια μη τυχόν και νιώσουν των γρύλλων την απόκριση

…για μπιλιάρδο

Δεν έμαθα ποτέ μπιλιάρδο και φταίνε  οι νόμοι της φυσικής. Ομολογώ πως οι φίλοι  μου -με ‘διδακτορικό’ στο τρίμπαλο- που είχαν αναλάβει την εκπαίδευσή μου, κατέβαλαν φιλότιμες προσπάθειες αλλά  τελικά με παράτησαν στο «πρώτο έτος».

Ο λόγος ήταν πως όταν ερχόταν η σειρά μου να παίξω, ενώ μου έδιναν σαφέστατες οδηγίες «βρες την λίγο και βάλε φάλτσα αριστερά» ή «παίξε με σπόντα και φάλτσα δεξιά» και  περίμεναν υπομονετικά να εκτελέσω τις εντολές τους εγώ προσπαθούσα να προβλέψω τα αποτελέσματα των κρούσεων και την πορεία της μπάλας με βάση την αρχή διατήρηση της ορμής, της στροφορμής , τους νόμους της ανάκλασης.

 Έτσι, χώρια που καθυστερούσα και ανέβαινε η χρονοχρέωση, όταν αποφάσιζα τελικά να παίξω είχα ξεχάσει τις οδηγίες τους και έκανα άλλα ντ’αλλων. Στο τέλος πήγαιναν κρυφά στην λέσχη χωρίς εμένα.  Το κατάλαβα όταν μια μέρα πηγαίνοντας στο φροντιστήριο πέρασα έξω από την λέσχη και τους είδα από την τζαμαρία. Με είδαν και αυτοί. Ο Στέλιος έτρεξε και με πρόλαβε πριν μπω στο λεωφορείο. Μου είπε να πάω να παίξω αλλά του είπα οτι είχα διαγώνισμα στο φροντιστήριο.

Πραγματικά γράφαμε διαγώνισμα. Το πρώτο θέμα ήταν μια άσκηση με πλάγια κρούση στο μπιλιάρδο. Η ερώτηση ήταν ποια ταχύτητα πρέπει να δώσουμε στην μπάλα Α ώστε αφού συγκρουστεί με την Β να συγκρουστεί στην συνέχεια κεντρικά με την Γ. Έγραψα την απάντησή μου, «βάζουμε αριστερά φάλτσα, χτυπάμε δυνατά και βρίσκουμε την μπάλα Β λίγο», έδωσα την κόλλα μου και πήγα στην λέσχη.

…με βεδουίνους

Λένε πως οι βεδουίνοι ξέρουν  να  λένε τις ωραιότερες  ιστορίες. Κανείς δεν ξέρει αν είναι αληθινές ή της φαντασίας τους. Μπορεί το ένα, μπορεί το άλλο. Δεν έχει σημασία.

Μπορεί να τις φτιάχνουν την ημέρα, βήμα βήμα στην θέρμη της ερήμου. Να τις λένε στον εαυτό τους ξανά και ξανά μέχρι να’ ρθει η στιγμή, κάποια νύχτα, να τις μοιραστούν  γύρω από την φωτιά αφού πρώτα κοιτάξουν για λίγο σιωπηλοί το σκοτάδι που χωρίζει τα άστρα το ένα από το άλλο, έτσι που να φανεί πως οι λέξεις πέφτουν από εκεί ψηλά λες και τις τραβάει  κάποια δύναμη μυστήρια, ερωτική και μετά τις συνταιριάζει το μυαλό και τις ελευθερώνει η λαλιά του αφηγητή.

Λένε ακόμα πως κάθε ιστορία πρέπει να ειπωθεί μόνο μια φορά.

123 λέξεις …για τον «ψηλό»

Την δεύτερη φορά που γεννήθηκα , το 1974, καθόμουν σε μια κερκίδα μαζί με τη μάνα μου την αδελφή μου και τα ξαδέλφια μου.

Στη μέση ενός γηπέδου γεμάτο κόσμο, στο κέντρο της ορχήστρας, στεκόταν ένα ψηλός άντρας ντυμένος στα μαύρα.

Για μια στιγμή, όταν ο «ψηλός» τέντωσε  τα χέρια, οι χορδές σίγησαν και οι φωνές σιώπησαν. Κράτησα την ανάσα μου.

Και μετά, όταν τα χέρια του κατέβηκαν κι ανέβηκαν ξανά ψηλά  με πάθος και ρώμη, λές και φτερούγισαν στον αέρα μουσικές,  φωνές, ποιήματα, συνθήματα, ελπίδες, ιδέες, όνειρα -η Ρωμιοσύνη.

Από εκείνο το βράδυ, εγώ ο  γεννημένος την πρώτη φορά από μάνα αριστερή και πατέρα δεξιό, κράτησα τη ζωή μου ζωή κοντά στον Μίκη, στον Ρίτσο, στον Ελύτη, στον Σεφέρη, στην Αριστερά. Για πάντα.

…συμφωνικές

Πάρτε, για παράδειγμα, τη νότα λα. Πριν αρχίσει η συναυλία, το όμποε την μεταμορφώνει στον πιο ποθητό ήχο. Τα  έγχορδα  και τα πνευστά, πρέπει να την μιμηθούν. Στην αίθουσα επικρατεί ηχητική αναρχία.  

Δεν υπάρχει τίποτα το απειλητικό σε αυτή την αναρχία καθώς όλοι γνωρίζουν ότι θα οδηγήσει στην τελική συμφωνία  σε κάθε νότα κάθε οκτάβας  του πενταγράμμου.

 Και μετά, σιωπή.

Για λίγες στιγμές.

Μέχρι το άηχο νεύμα του μαέστρου να απελευθερώσει  όλο το πάθος και την αρμονία των συμφωνημένων ήχων.

Ισως ,τελικά, αυτό που ονομάζουμε αρμονία να είναι η απόπειρα να αντιστρέψουμε  την νομοτελειακά αυθόρμητη φυσική ροή από την τάξη στην αταξία,  να αμφισβητήσουμε την πορεία του βέλους του χρόνου.

Και ,ίσως, αυτό που ονομάζουμε πάθος να είναι η έκρηξη μιας προσυμφωνημένης σιωπής.

… στρογγυλεμένες

Νομίζω πως ήρθε ο καιρός να τηρήσω την υπόσχεσή μου. Και άργησα. Η πολυθρόνα θα είναι δερμάτινη, σκούρου χρώματος με στρογγυλεμένες άκρες. Το φωτιστικό, αριστερά, ξύλινο, δαπέδου. Ένα τραπεζάκι δεξιά, από ξύλο μασίφ σκούρο, με λεπτεπίλεπτα στρογγυλεμένα πόδια και ραφάκι για βιβλία και τετράδια σημειώσεων.

Δεν είχα καταλάβει γιατί η υπόσχεση στον εαυτό μου είχε τόση «στρογγυλάδα», μέχρι σήμερα που άκουσα την Όλιβ να λέει πως ο χρόνος είναι στρογγυλός.

Αν το είχε αυτό ακούσει ο πατέρας μου θα έλεγε πως για αυτό ο χρόνος στρογγυλεύει τα πράγματα και η μάνα μου θα πέταγε κάποιο πείραγμα για την στρογγυλή του κοιλίτσα και εκείνος προς υπεράσπιση του θα προσπαθούσε να κλείσει την κουβέντα: «τόσες ώρες καθιστός στο περίπτερο…» χωρίς ,όπως πάντα, να τα καταφέρνει.

… για αποποιήσεις

Μου λέει προχθές το βράδυ ο Στιφάδος (ο κούνελός μου)

-Αφεντικό, φτου η σε ματιάξω πολύ ευτυχισμένο σε βλέπω τελευταία.

-Και είναι κακό αυτό Στιφάδο;

-Όχι, αφεντικό, καλό είναι, μόνο να κάνεις οικονομία, να φυλάξεις και λίγη ευτυχία για τα γεράματα. Ο ανθρωπος γεννιέται με πεπερασμένα αποθέματα ευτυχίας.

-Ποιο βιβλίο αμπελοφιλοσοφίας  έφαγες τελευταία Στιφάδο;

-Τα φαντάσματα δεν τρώνε βιβλία αφεντικό. Πάντως, να ξέρεις, επειδή εμένα με «έφυγαν» πριν την ώρα μου σου έχω αφήσει κληρονομιά τα αποθέματα ευτυχίας που δεν πρόλαβα να χρησιμοποιήσω.

-Ευχαριστώ

-Βέβαια μαζί με αυτά θα κληρονομήσεις και τις υποχρεώσεις μου

-Σε ποιον χρωστάς;

-Στον μανάβη και στο περίπτερο.

-Αν είναι πολλά να κάνω αποποιηση κληρονομιάς

-Εξαρτάται. Ποιο είνα το όριο υποχρεωσεων που οδηγεί τους ανθρώπους  στην αποποίηση της ευτυχίας;