… για μία κότα

Ένα βράδυ ρώτησα τον πατέρα μου γιατί αυτός είναι δεξιός ενώ η μάνα αριστερή. Είχα τελειώσει την αντιγραφή, είχα μάθει την ορθογραφία, σε λίγο θα  ξεκινούσε το θέατρο της Τετάρτης στο ραδιόφωνο και θα ήταν έτοιμες οι πατατούλες τηγανιτές με αβγουλάκια.

Έκανα αυτή την ανασκόπηση περιμένοντας να απαντήσει. Είπε μόνο είσαι μικρός για να καταλάβεις και συνέχισε να διαβάζει τα απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη. Επέμενα. Τουλάχιστον μέχρι να γίνει το φαγητό πες μου πάλι εκείνη την ιστορία με τους αντάρτες και την κότα.

Δεν απαντούσε αλλά εκεί εγώ. Και τι την έκαναν; Την έφαγαν; Ναι. Πεινούσαν; Δεν τους ρώτησα. Και εσείς; Εμείς δεν είχαμε να φάμε μετά. Και αυτοί οι αντάρτες ήταν αριστεροί; Ναι.  Άρα… κατάλαβα. Τι άρα… κατάλαβες; Η κότα σας ήταν δεξιά.

αγριοφράουλες και αίμα

Δεν θυμάμαι πολλά από το πολύωρο ταξίδι του γυρισμού παρά μόνο ότι κάποια στιγμή άρχισα να σου μιλάω για ένα παιδικό επιτραπέζιο παιχνίδι που σχεδίαζα. Τα παιδιά , οι παίχτες δηλαδή, κατεβαίνουν με τις βαρκούλες τους ένα ποτάμι που στις άκρες φυτρώνουν αγριοφράουλες και πρέπει να μαζέψουν όσες περισσότερες μπορούν. Το ποτάμι έχει και έναν καταρράκτη. Όσο πιο κοντά στον καταρράκτη τόσο περισσότερες φράουλες βρίσκεις αλλά κινδυνεύεις κιόλας να παρασυρθείς από το νερό, να πέσεις σε αυτόν και να χαθείς.

Κάπου εκεί αποκοιμήθηκες. Μείωσα ταχύτητα για να μη χρειαστεί να φρενάρω και ξυπνήσεις τρομαγμένη. Μπορούσα έτσι να γυρίζω που και που για να θαυμάζω τον λαιμό σου καθώς είχες γύρει το κεφάλι στο τζάμι του αυτοκινήτου.

Άνοιξα το ραδιόφωνο και χαμήλωσα τον ήχο για να ακούσω το τελευταίο δελτίο ειδήσεων. Τότε άνοιξες για μια στιγμή τα μάτια, κοίταξες αόριστα την έρημη σκοτεινή εθνική οδό, έγειρες το κεφάλι στο ώμο μου και τα ξαναέκλεισες. Πρόλαβα να ψιθυρίσω, κοιμήσου αργούμε, θα ακούσω λίγο ειδήσεις, σε ενοχλεί; χωρίς να πάρω απάντηση.

Πρώτη είδηση η σφαγή Παλαιστινίων αμάχων στα προσφυγικά στρατόπεδα Σάμπρα και Σατίλα. Ο Ισραηλινός στρατός είχε αποκλείσει την είσοδο και έξοδο στα στρατόπεδα αλλά επέτρεψαν στους παραστρατιωτικός  Λιβανέζους Χριστιανούς Φαλαγγίτες να μπουν στα στρατόπεδα και να σφάζουν για 40 ώρες άνδρες γυναίκες και παιδιά. Το βράδυ ο Ισραηλινός στρατός έριχνε φωτοβολίδες για διευκολύνουν τους σφαγείς. Έκλεισα το ραδιόφωνο.

Στα διόδια ξύπνησες, ρώτησες που είμαστε, σου είπα φτάνουμε σε μία ώρα, με ρώτησες τι νέα υπήρχαν από την Σάμπρα και Σατίλα, σου είπα ξανακοιμήσου.

Δεν ξανακοιμήθηκες. Σε ρώτησα τι σκέφτεσαι. Μου απάντησες πως πρέπει να βγάλω τον καταρράκτη από το παιχνίδι γιατί τα παιδιά πρέπει να μαζεύουν αγριοφράουλες  χωρίς τον φόβο του θανάτου

_________________________________________________________________

Η φωτογραφία είναι έργο του Dia al-Azzawi, του 1982-3 για τη σφαγή στην Σάμπρα και Σατίλα. Πηγή:Το Περιοδικό

… μισές δουλειές

Τρομάρας εναντίον Μασκοφόρου. Ένα τάλιρο το εισιτήριο. Ήμασταν τρεις και είχαμε δύο τάλιρα. Ο Αλέκος είπε πάμε στην ταράτσα μου αλλά η μάνα του μας έδιωξε. «Αυτό είναι το χειρότερο θέαμα για δωδεκάχρονα. Δρόμο».

Με τα δύο τάλιρα πήραμε κεμπάπ με διπλή πίτα από του Αγανιάν και πήγαμε στην ταράτσα της γιαγιάς του Γιώργου που έλεγε πως το χειρότερο πράγμα είναι η κατοχή  η πείνα και τα μισόλογα. Μας τράταρε και μισό ταψί γαλακτομπούρεκο.

Την στιγμή που ο Μασκοφόρος κατατρόπωνε τον Τρομάρα με ψεύτικες ανελέητες λαβές ανέβηκε η Χαρούλα που τα είχαμε φτιάξει το πρωί να μας φέρει νερό. Μου ψιθύρισε «έλα λίγο στο πλυσταριό». Εγώ είπα «μισό λεπτό» για να μη χάσω τις τελευταίες μπουνιές. Ήταν η τελευταία φορά που μου μίλησε.

…για την αγωνία της προσπέρασης

Η κοπέλα που βαδίζει βιαστικά πλάι  σου δεν γνωρίζει πως αύριο θα την απαρνηθείς και θα προσπεράσεις την χαρά της. Είναι θέμα χρόνου και το ξέρεις  μόνο εσύ  ή τουλάχιστον έτσι νομίζεις.

Προσπαθείς να βαδίζεις δίπλα της όμως κάθε τόσο κάποιο εμπόδιο, ένα δέντρο, μια κολώνα, ένα μηχανάκι, σας απομακρύνει προσωρινά.

Που και που γυρίζεις να την κοιτάξεις, εκείνη το νιώθει ή έτσι νομίζεις, και ανταποδίδει. Διακρίνεις μια υποψία  αγωνίας και δεν ξέρεις αν φταις εσύ ή η προσμονή των αποτελεσμάτων.

Στο ραδιόφωνο έχει αρχίσει η ανάγνωση των ονομάτων των επιτυχόντων  όμως εκείνη δεν θέλει να ακούει.

«Κι αν αυτή η άγνωστη φωνή προσπεράσει το όνομά μου; Πάμε στην εφημερίδα. Έχουν αναρτήσει τους καταλόγους. Θα τους δεις εσύ αλλά πρόσεξε μη με προσπεράσεις.»

…χωρίς τίτλο

Μου λέει, πες μου μια ιστορία από το διάστημα.

Στο μεταξύ χάραζε, είχε σηκώσει αεράκι που ρυτίδιαζε τη θάλασσα.

Μου λέει, πες πως έχεις έρθει από έναν άλλο πλανήτη από ένα άλλο άστρο και πως πρέπει να φύγεις μόλις ανατείλει το δικό μου.

Στο μεταξύ το αρμυρίκι έσταζε  βραδινή δροσιά.  Κρύωνε. Σκέφτηκα να σηκωθώ να πάρω την καρέκλα μου να πάω δίπλα της στην δική της πλευρά του τραπεζιού και να την πάρω αγκαλιά.

Μου λέει, πες πως εκεί μακριά στον πλανήτη σου σε περιμένουν οι δικοί σου, η γυναίκα σου και τα παιδιά σου, πως είναι η τελευταία φορά που με βλέπεις, και σηκώνεσαι από την καρέκλα σου, έρχεσαι στην δική μου πλευρά και με αγκαλιάζεις πρώτη και τελευταία φορά.

Στο μεταξύ…

123 λέξεις για μια φωτογραφία

Κάπου έχω μια φωτογραφία με τον πατέρα μου. Ασπρόμαυρη. Φοράω κοντό παντελονάκι και σακάκι. Άσπρα. Εκείνος φοράει γκρι κουστούμι φρεσκοσιδερωμένο. Πρέπει να είμαι πέντε χρονών.

Τον κρατάω από το χέρι. Στο άλλο κρατάει τσιγάρο. Από το ύφος του μπορώ να υποθέσω πως η μάνα μου στέκεται δίπλα στον φωτογράφο και του γνέφει θυμωμένα, πέταξε το χριστιανέ μου.

Σίγουρα  τσακώθηκαν μετά την φωτογραφία. Ελπίζω όχι για πολύ. Στο μεταξύ εμένα καθώς με τύφλωνε ο πρωινός Κυριακάτικος ήλιος τα μάτια μου έμοιαζαν με δυο μικρές κουμπότρυπες.

Όπως κι αν είχε στεκόμαστε καμαρωτοί στο  προαύλιο της εκκλησίας. Μάλλον στην βάφτιση της αδελφής μου. Δεν είμαι σίγουρος. Δεν ρώτησα ποτέ που είναι τραβηγμένη η φωτογραφία. Τώρα πια είναι αργά. Συνήθως τα κενά της μνήμης γεμίζουν με εικασίες.

…νυχτερινές

σε ένα σπίτι με αυλή, λίγο έξω από το χωριό, γύρω γύρω συρματόπλεγμα, να έχεις θέα στη δημοσιά, να λες δυο κουβέντες με τους περαστικούς κι άμα γεράσεις να μπορείς να  ρωτάς το άγνωστο αγόρι ή το κορίτσι τίνος είσαι συ;

μπορεί, ωραία θα είναι,  πιο πέρα να κυλάει ένα ποταμάκι, έστω ένα κανάλι ποτιστικό,  και να λες το βράδυ,  άκου τα βατράχια, να έχεις δηλαδή και τον άνθρωπο σου δίπλα να ξαναρωτάς κι ας μη παίρνεις απόκριση, τα ακούς τα βατράχια;

και όταν τα απόβραδα τα καλοκαιρινά κάτω από την ισχνή κληματαριά ανάμεσα σε μια γουλιά κρασί και σε μια μπουκιά μεζέ αναρωτιούνται οι Αθηναίοι για το νόημα της ζωής, να ξαναγεμίζεις τα ποτήρια μη τυχόν και νιώσουν των γρύλλων την απόκριση

…για μπιλιάρδο

Δεν έμαθα ποτέ μπιλιάρδο και φταίνε  οι νόμοι της φυσικής. Ομολογώ πως οι φίλοι  μου -με ‘διδακτορικό’ στο τρίμπαλο- που είχαν αναλάβει την εκπαίδευσή μου, κατέβαλαν φιλότιμες προσπάθειες αλλά  τελικά με παράτησαν στο «πρώτο έτος».

Ο λόγος ήταν πως όταν ερχόταν η σειρά μου να παίξω, ενώ μου έδιναν σαφέστατες οδηγίες «βρες την λίγο και βάλε φάλτσα αριστερά» ή «παίξε με σπόντα και φάλτσα δεξιά» και  περίμεναν υπομονετικά να εκτελέσω τις εντολές τους εγώ προσπαθούσα να προβλέψω τα αποτελέσματα των κρούσεων και την πορεία της μπάλας με βάση την αρχή διατήρηση της ορμής, της στροφορμής , τους νόμους της ανάκλασης.

 Έτσι, χώρια που καθυστερούσα και ανέβαινε η χρονοχρέωση, όταν αποφάσιζα τελικά να παίξω είχα ξεχάσει τις οδηγίες τους και έκανα άλλα ντ’αλλων. Στο τέλος πήγαιναν κρυφά στην λέσχη χωρίς εμένα.  Το κατάλαβα όταν μια μέρα πηγαίνοντας στο φροντιστήριο πέρασα έξω από την λέσχη και τους είδα από την τζαμαρία. Με είδαν και αυτοί. Ο Στέλιος έτρεξε και με πρόλαβε πριν μπω στο λεωφορείο. Μου είπε να πάω να παίξω αλλά του είπα οτι είχα διαγώνισμα στο φροντιστήριο.

Πραγματικά γράφαμε διαγώνισμα. Το πρώτο θέμα ήταν μια άσκηση με πλάγια κρούση στο μπιλιάρδο. Η ερώτηση ήταν ποια ταχύτητα πρέπει να δώσουμε στην μπάλα Α ώστε αφού συγκρουστεί με την Β να συγκρουστεί στην συνέχεια κεντρικά με την Γ. Έγραψα την απάντησή μου, «βάζουμε αριστερά φάλτσα, χτυπάμε δυνατά και βρίσκουμε την μπάλα Β λίγο», έδωσα την κόλλα μου και πήγα στην λέσχη.

…με βεδουίνους

Λένε πως οι βεδουίνοι ξέρουν  να  λένε τις ωραιότερες  ιστορίες. Κανείς δεν ξέρει αν είναι αληθινές ή της φαντασίας τους. Μπορεί το ένα, μπορεί το άλλο. Δεν έχει σημασία.

Μπορεί να τις φτιάχνουν την ημέρα, βήμα βήμα στην θέρμη της ερήμου. Να τις λένε στον εαυτό τους ξανά και ξανά μέχρι να’ ρθει η στιγμή, κάποια νύχτα, να τις μοιραστούν  γύρω από την φωτιά αφού πρώτα κοιτάξουν για λίγο σιωπηλοί το σκοτάδι που χωρίζει τα άστρα το ένα από το άλλο, έτσι που να φανεί πως οι λέξεις πέφτουν από εκεί ψηλά λες και τις τραβάει  κάποια δύναμη μυστήρια, ερωτική και μετά τις συνταιριάζει το μυαλό και τις ελευθερώνει η λαλιά του αφηγητή.

Λένε ακόμα πως κάθε ιστορία πρέπει να ειπωθεί μόνο μια φορά.

123 λέξεις …για τον «ψηλό»

Την δεύτερη φορά που γεννήθηκα , το 1974, καθόμουν σε μια κερκίδα μαζί με τη μάνα μου την αδελφή μου και τα ξαδέλφια μου.

Στη μέση ενός γηπέδου γεμάτο κόσμο, στο κέντρο της ορχήστρας, στεκόταν ένα ψηλός άντρας ντυμένος στα μαύρα.

Για μια στιγμή, όταν ο «ψηλός» τέντωσε  τα χέρια, οι χορδές σίγησαν και οι φωνές σιώπησαν. Κράτησα την ανάσα μου.

Και μετά, όταν τα χέρια του κατέβηκαν κι ανέβηκαν ξανά ψηλά  με πάθος και ρώμη, λές και φτερούγισαν στον αέρα μουσικές,  φωνές, ποιήματα, συνθήματα, ελπίδες, ιδέες, όνειρα -η Ρωμιοσύνη.

Από εκείνο το βράδυ, εγώ ο  γεννημένος την πρώτη φορά από μάνα αριστερή και πατέρα δεξιό, κράτησα τη ζωή μου ζωή κοντά στον Μίκη, στον Ρίτσο, στον Ελύτη, στον Σεφέρη, στην Αριστερά. Για πάντα.