Μια φορά ο πατέρας του τον πήρε μαζί στην πόλη. Κατέβηκαν με το κάρο. Μια μέρα δρόμος.Το άλλο βράδυ έφαγαν σε ένα μαγειρειό. Ήταν εκεί και δύο μουσικοί. Ένας άντρας και μια γυναίκα. Ο άντρας είχε ένα μεγάλο μπουζούκι και η γυναίκα ένα μικρό.
Η γυναίκα είπε δυο τραγούδια. Στο πρώτο ο πατέρας του έκλαψε και στο δεύτερο χόρεψε. Μετά αγκάλιασε τη γυναίκα και τη φίλησε.
Αυτό έγινε και τα τρία βράδια.Το τελευταίο, όταν βολεύτηκαν στο κάρο, ρώτησε πως λέγαν την γυναίκα με το μικρο μπουζούκι. Απάντηση δεν πήρε. Μόνο «κοιμήσου έχω μια δουλειά», σηκώθηκε, νίφτηκε κι έφυγε.
Όταν χάραξε γύρισε. Έζεψαν το μουλάρι κι έφυγαν. Στο δρόμο ο πατέρας του δε μίλησε. Όταν έφτασαν σπίτι είπε: «Μπαγλαμά. Έτσι λένε το μικρό μπουζούκι».