Κατηγορία: 123

για την ανώνυμη υψίφωνο

Η κουβέντα μας ,αν θα μπορούσα να την ονομάσω έτσι, κράτησε λιγότερο από τρία λεπτά. Είχε κατέβει να πετάξει μια σακούλα με σκουπίδια. Ήταν ντυμένη σπιτικά -πρόχειρα χτενισμένα λευκόγκριζα μακριά μαλλιά, ρόμπα μάλλινη , παντόφλες αν και είχε βρέξει από βραδύς και η υγρασία δυνάμωνε την πρωινή δροσιά, πλεκτές κάλτσες.

Η Ρόζα είχε σταματήσει να μυρίσει την πρασινάδα  στη ρίζα ενός καχεκτικού δένδρου. Η γυναίκα είχε σταθεί στο απέναντι  πεζοδρόμιο μερικά μέτρα πιο μακριά και  περίμενε να πλησιάσουμε χαμογελώντας τρυφερά. Έκλεισα τον ήχο στα ακουστικά γιατί κατάλαβα ότι κάτι με ρώτησε. Ντράπηκα να ξαναρωτήσω και επειδή είχε στραμμένο το βλέμμα στην Ρόζα μάντεψα την ερώτηση και απάντησα.

-Ρόζα

-Πόσο χρονών είναι;

-Πέντε περίπου. Μας είχε πλησιάσει και έσκυψε να χαϊδέψει την Ρόζα. Με είδε που κρατούσα το πρωινό «σακουλάκι» της Ρόζας και άνοιξε την πλαστική τσάντα με τα σκουπιδάκια της.

-Βάλτε το εδώ

-Δε είναι ανάγκη. Θα τα πετάξω σε εκείνον τον κάδο.

-Βάλτε το, βάλτε το.

Περπατήσαμε μαζί τα λίγα μέτρα μέχρι εκείνον τον κάδο.

-Είχα κι εγώ σκυλάκι. Γεράσαμε μαζί. Ήμουν υψίφωνος. Τα πρωινά της Κυριακής ακούγαμε όπερα και τραγουδούσε μαζί μου. Εσάς ποιο είναι το όνομα σας;

-Βασίλης

Αναστέναξε.

-Βασίλη έλεγαν τον πρώτο μου έρωτα. Τι ζώδιο είστε;-Ταύρος

-Έχω ωροσκόπο στον Ταύρο.

Άνοιξα τον κάδο  ,έριξε μέσα την τσάντα με τα σκουπίδια.Πριν προλάβω να ρωτήσω το όνομα της μας αποχαιρέτησε.

-Χρόνια πολλά, Χριστός Ανέστη. Γεια σου Ρόζα.

Δευτέρα του Πάσχα 2023

…νυχτερινές

σε ένα σπίτι με αυλή, λίγο έξω από το χωριό, γύρω γύρω συρματόπλεγμα, να έχεις θέα στη δημοσιά, να λες δυο κουβέντες με τους περαστικούς κι άμα γεράσεις να μπορείς να  ρωτάς το άγνωστο αγόρι ή το κορίτσι τίνος είσαι συ;

μπορεί, ωραία θα είναι,  πιο πέρα να κυλάει ένα ποταμάκι, έστω ένα κανάλι ποτιστικό,  και να λες το βράδυ,  άκου τα βατράχια, να έχεις δηλαδή και τον άνθρωπο σου δίπλα να ξαναρωτάς κι ας μη παίρνεις απόκριση, τα ακούς τα βατράχια;

και όταν τα απόβραδα τα καλοκαιρινά κάτω από την ισχνή κληματαριά ανάμεσα σε μια γουλιά κρασί και σε μια μπουκιά μεζέ αναρωτιούνται οι Αθηναίοι για το νόημα της ζωής, να ξαναγεμίζεις τα ποτήρια μη τυχόν και νιώσουν των γρύλλων την απόκριση

…για μπιλιάρδο

Δεν έμαθα ποτέ μπιλιάρδο και φταίνε  οι νόμοι της φυσικής. Ομολογώ πως οι φίλοι  μου -με ‘διδακτορικό’ στο τρίμπαλο- που είχαν αναλάβει την εκπαίδευσή μου, κατέβαλαν φιλότιμες προσπάθειες αλλά  τελικά με παράτησαν στο «πρώτο έτος».

Ο λόγος ήταν πως όταν ερχόταν η σειρά μου να παίξω, ενώ μου έδιναν σαφέστατες οδηγίες «βρες την λίγο και βάλε φάλτσα αριστερά» ή «παίξε με σπόντα και φάλτσα δεξιά» και  περίμεναν υπομονετικά να εκτελέσω τις εντολές τους εγώ προσπαθούσα να προβλέψω τα αποτελέσματα των κρούσεων και την πορεία της μπάλας με βάση την αρχή διατήρηση της ορμής, της στροφορμής , τους νόμους της ανάκλασης.

 Έτσι, χώρια που καθυστερούσα και ανέβαινε η χρονοχρέωση, όταν αποφάσιζα τελικά να παίξω είχα ξεχάσει τις οδηγίες τους και έκανα άλλα ντ’αλλων. Στο τέλος πήγαιναν κρυφά στην λέσχη χωρίς εμένα.  Το κατάλαβα όταν μια μέρα πηγαίνοντας στο φροντιστήριο πέρασα έξω από την λέσχη και τους είδα από την τζαμαρία. Με είδαν και αυτοί. Ο Στέλιος έτρεξε και με πρόλαβε πριν μπω στο λεωφορείο. Μου είπε να πάω να παίξω αλλά του είπα οτι είχα διαγώνισμα στο φροντιστήριο.

Πραγματικά γράφαμε διαγώνισμα. Το πρώτο θέμα ήταν μια άσκηση με πλάγια κρούση στο μπιλιάρδο. Η ερώτηση ήταν ποια ταχύτητα πρέπει να δώσουμε στην μπάλα Α ώστε αφού συγκρουστεί με την Β να συγκρουστεί στην συνέχεια κεντρικά με την Γ. Έγραψα την απάντησή μου, «βάζουμε αριστερά φάλτσα, χτυπάμε δυνατά και βρίσκουμε την μπάλα Β λίγο», έδωσα την κόλλα μου και πήγα στην λέσχη.

…με βεδουίνους

Λένε πως οι βεδουίνοι ξέρουν  να  λένε τις ωραιότερες  ιστορίες. Κανείς δεν ξέρει αν είναι αληθινές ή της φαντασίας τους. Μπορεί το ένα, μπορεί το άλλο. Δεν έχει σημασία.

Μπορεί να τις φτιάχνουν την ημέρα, βήμα βήμα στην θέρμη της ερήμου. Να τις λένε στον εαυτό τους ξανά και ξανά μέχρι να’ ρθει η στιγμή, κάποια νύχτα, να τις μοιραστούν  γύρω από την φωτιά αφού πρώτα κοιτάξουν για λίγο σιωπηλοί το σκοτάδι που χωρίζει τα άστρα το ένα από το άλλο, έτσι που να φανεί πως οι λέξεις πέφτουν από εκεί ψηλά λες και τις τραβάει  κάποια δύναμη μυστήρια, ερωτική και μετά τις συνταιριάζει το μυαλό και τις ελευθερώνει η λαλιά του αφηγητή.

Λένε ακόμα πως κάθε ιστορία πρέπει να ειπωθεί μόνο μια φορά.

123 λέξεις …για τον «ψηλό»

Την δεύτερη φορά που γεννήθηκα , το 1974, καθόμουν σε μια κερκίδα μαζί με τη μάνα μου την αδελφή μου και τα ξαδέλφια μου.

Στη μέση ενός γηπέδου γεμάτο κόσμο, στο κέντρο της ορχήστρας, στεκόταν ένα ψηλός άντρας ντυμένος στα μαύρα.

Για μια στιγμή, όταν ο «ψηλός» τέντωσε  τα χέρια, οι χορδές σίγησαν και οι φωνές σιώπησαν. Κράτησα την ανάσα μου.

Και μετά, όταν τα χέρια του κατέβηκαν κι ανέβηκαν ξανά ψηλά  με πάθος και ρώμη, λές και φτερούγισαν στον αέρα μουσικές,  φωνές, ποιήματα, συνθήματα, ελπίδες, ιδέες, όνειρα -η Ρωμιοσύνη.

Από εκείνο το βράδυ, εγώ ο  γεννημένος την πρώτη φορά από μάνα αριστερή και πατέρα δεξιό, κράτησα τη ζωή μου ζωή κοντά στον Μίκη, στον Ρίτσο, στον Ελύτη, στον Σεφέρη, στην Αριστερά. Για πάντα.

… στρογγυλεμένες

Νομίζω πως ήρθε ο καιρός να τηρήσω την υπόσχεσή μου. Και άργησα. Η πολυθρόνα θα είναι δερμάτινη, σκούρου χρώματος με στρογγυλεμένες άκρες. Το φωτιστικό, αριστερά, ξύλινο, δαπέδου. Ένα τραπεζάκι δεξιά, από ξύλο μασίφ σκούρο, με λεπτεπίλεπτα στρογγυλεμένα πόδια και ραφάκι για βιβλία και τετράδια σημειώσεων.

Δεν είχα καταλάβει γιατί η υπόσχεση στον εαυτό μου είχε τόση «στρογγυλάδα», μέχρι σήμερα που άκουσα την Όλιβ να λέει πως ο χρόνος είναι στρογγυλός.

Αν το είχε αυτό ακούσει ο πατέρας μου θα έλεγε πως για αυτό ο χρόνος στρογγυλεύει τα πράγματα και η μάνα μου θα πέταγε κάποιο πείραγμα για την στρογγυλή του κοιλίτσα και εκείνος προς υπεράσπιση του θα προσπαθούσε να κλείσει την κουβέντα: «τόσες ώρες καθιστός στο περίπτερο…» χωρίς ,όπως πάντα, να τα καταφέρνει.

για έναν μπαγλαμά

Μια φορά ο πατέρας του τον πήρε μαζί  στην πόλη. Κατέβηκαν με το κάρο. Μια μέρα δρόμος.Το άλλο βράδυ έφαγαν σε ένα μαγειρειό. Ήταν εκεί και δύο μουσικοί. Ένας άντρας  και μια γυναίκα. Ο άντρας είχε ένα μεγάλο μπουζούκι και η γυναίκα ένα μικρό.

Η γυναίκα είπε δυο τραγούδια. Στο πρώτο ο πατέρας του έκλαψε και στο δεύτερο χόρεψε. Μετά αγκάλιασε τη γυναίκα και τη φίλησε.

Αυτό έγινε και τα τρία βράδια.Το τελευταίο, όταν βολεύτηκαν στο κάρο,  ρώτησε πως λέγαν την γυναίκα με το μικρο μπουζούκι. Απάντηση δεν πήρε.  Μόνο «κοιμήσου έχω μια δουλειά», σηκώθηκε, νίφτηκε κι έφυγε.  

Όταν χάραξε γύρισε. Έζεψαν το μουλάρι κι έφυγαν. Στο δρόμο ο πατέρας του δε μίλησε. Όταν έφτασαν σπίτι είπε: «Μπαγλαμά. Έτσι λένε το μικρό μπουζούκι».

…για καλό και για κακό

Ο Στιφάδος είχε πει οτι θα ξανάρθει την Τρίτη. Και ήρθε. Αργησε λίγο αλλά ήρθε. Δεν με είχε συνηθίσει να τηρεί τις υποσχέσεις του. Ειδικά όσες αφορούσαν την κατανάλωση των βιβλίων μου.

-Ηρθα αφεντικό όπως σου είχα υποσχεθεί και μην αρχίσεις πάλι τη μουρμούρα για τις υποσχέσεις και τα βιβλία.

-Είχες πει Τρίτη και είναι Τετάρτη ξημερώματα.

-Δεν πειράζει αφεντικό. Είχες κάτι καλό να περιμένεις. Έτσι έλεγες όταν ξεχνούσες άδεια την ταΐστρα μου. Γαμώ τις ατάκες. Την έκανες και πρωτοχρονιάτικη ευχή στο μπλογκ. Και όλοι περιμένουν το καλό εμβόλιο. Αλλά δεν έρχεται. Ίσως είναι καλύτερα να έχεις κάτι κακό να περιμένει και να μην έρχεται. Όπως κάθε φορά που καθάριζες κρεμμυδάκια, θυμάσαι; Και όταν τελικά μύριζε η κρεμμυδόσουπα έλεγα: εντάξει, σωθήκαμε για σήμερα.

…για το τέλος της ιστορίας

Δεν θυμάμαι πότε ξεκίνησε αυτό. Να θέλει ο άλλος οπωσδήποτε να μου πει ή να εξομολογηθεί την ιστορία του. Νιώθω άβολα με ένα βιβλίο , μια ταινία, μια ιστορία, που ξεκινάει από τέλος. Δεν με ενθουσιάζει να αναρωτιέμαι : τι οδήγησε τον ήρωα της ιστορίας μέχρι εδώ.

Όταν ο συνομιλητής μου αρχίζει να αφηγείται την ιστορία του γνωρίζω ήδη την τελική σκηνή όπου  ο άνθρωπος αυτός εκβιάζεται από την ανάγκη να βρει έναν ακόμη ή έναν τουλάχιστον  ακροατή,  ετεροχρονισμένο  μάρτυρα της απεγνωσμένης και ηρωικής άμυνας στην κατά κύματα επίθεση του παρελθόντος.

Όμως στο τέλος, στο τελευταίο βλέμμα που συνοδεύει την τελευταία λέξη νιώθω οτι αυτά που τελικά δεν ειπώθηκαν  είναι αυτά που θα οδηγήσουν στο τέλος την ιστορία που δεν θα γνωρίσω ποτέ.

αφιερωμένη στον ανθυπασπιστή που ένα βράδυ με βροχή και αέρα με ξύπνησε μεσάνυχτα για να ανοίξω το κψμ του λόχου στην Χίο και να μου εξομολογηθεί πως ο έρωτας του για την γυναίκα που αγαπούσε και παντρεύτηκε παρά την αντίρρηση της υπηρεσίας ήταν η αιτία που στερήθηκε βαθμούς και ήταν ακόμα παρά το χρόνια του ανθυπασπιστής και πως θα πληρώσει αυτός για τις δέκα μπύρες, εννιά ατομικές πίτσες και τέσσερα κρουασάν  που καταναλώσαμε εκείνη την κρύα νύχτα

123 λέξεις…για αγκαλιές

Την τελευταία ημέρα πριν εξαφανιστεί, ο Στιφάδος ο κούνελος μου πρόλαβε να δοκιμάσει μερικές σελίδες του Πάκο Ιγνάσιο Τάιμπο. Από τότε, όταν ανοίγω ένα μπουκάλι τεκίλα εμφανίζεται. Υποψιάζομαι ότι τον έλκει το άρωμα της αλλά δεν το θίγω γιατί παρεξηγιέται εύκολα.

-Δεν είμαι αλκοολικός αφεντικό αλλά στον παράδεισο αυτή η μυρωδιά είναι απαγορευμένη.

-Νόμιζα πως τα κουνέλια που τρώνε τα βιβλία του αφεντικού τους πάνε στην κόλαση.

-Τα κουνέλια πάνε όλα ανεξαιρέτως στον παράδεισο. Οι λαγοί με λάμδα κεφαλαίο πανε στην κόλαση. Με πιάνεις;

-Σε πιάνω

-Εννοώ να με πιάσεις λίγο στην αγκαλιά σου γιατί στον παράδεισο απαγορεύονται οι αγκαλιές.

-Άρα καλύτερα στην κόλαση;

-Όχι εκεί είναι χειρότερα γιατί οι αγκαλιές είναι υποχρεωτικές ενώ το απαγορευμένο μπορεί να είναι και γλυκό. Με πιάνεις;