Ο Ιάκωβος φιλοσοφούσε ξάπλα στη σκιά της καρυδιάς μασουλώντας ένα κοτσάνι από αμπελόφυλλο.
Δεν τα εποίησες σωστά Μεγάλε. Ένα δέντρο ίσα με κει πάνου να γεννάει τόσο δα καρπό ενώ μια σταλιά κολοκυθιά, που σούρνεται στο χώμα να γεννάει καρπό ίσα με το μπούτι της γυναίκας μου.
Μην ήταν το θρόισμα του αγερα, μήν ήταν η αγριοφωνάρα της Κατίνας από το μετόχι που τον είχε στείλει να φέρει καρπό για κολοκυθόπιτα κι αυτός ο αχαΐρευτος τον αγύριστο είχε;
Ότι και να ήταν τέλως πάντων, το καρύδι τον βρήκε στο δόξα πατρί.
Σκιάχτηκε ο Ιάκωβος, πετάχτηκε πάνω τρομαγμένος από το αναπάντεχο μήνυμα και σταυροκοπήθηκε.
Σωστά τα εποίησες Μεγάλε, γιατί αν γεννούσε η καρυδιά τις κολοκύθες εμένα θα με έκλαιγε η μανα που με γέννησε.
————————————
Το πραγματικό μέρος της μιγαδικής ιστορίας μου αφηγήθηκε ο Χρήστος Μακρής.