Κατηγορία: Νώντας

…αρσενικές

Ο καιρός δείχνει να κρατάει. Ουρανός και θάλασσα συμφωνούν. Αλλά εμείς δε φοβόμαστε. Έτσι Νώντα; Έτσι Στιφάδο; Κούραση νιώθουμε μόνο. Το έχει αυτό το καλό η κούραση -παραμερίζει το φόβο.

Γιατί λέει το μυαλό στο υπόλοιπο σώμα: αφού εσύ δε μπορείς, αναλαμβάνω εγώ, μη φοβάσαι. Και το σώμα κάνει πως δε φοβάται. Γίνεται και το ανάποδο. Πήγαινε ‘λα.

-Αφεντικό αφού η φουρτούνα με ζαλίζει γιατί μπήκαμε στο καράβι;
-Δεν είμαι εγώ το αφεντικό σου. Ο Νώντας είμαι. Από τη ζαλάδα αλλού πατάς κι αλλού βλέπεις.
-Γιατί είσαι καλύτερος; Άλλη νότα πατάς και άλλη παίζεις. Που είναι το αφεντικό μου; Ζαλίζομαι και φοβάμαι.
-Στο κατάστρωμα.
-Δε φοβάται;
-Τι να φοβηθεί ρε; Άντρας είναι. Εσύ δεν είσαι άντρας;
-Όχι ρε δεν είμαι άντρας. Είμαι αρσενικό.

…αμαρτωλές

Μου αρέσει να συναντώ τον φίλο μου τον Νώντα όταν είμαι ζορισμένος. Είναι φανταστικός τύπος, καλός συνομιλητής και καλός μπουζουξής, λαϊκό παιδί. «Αριστοκρατικά λαϊκό», μου αντιτείνει. «Διότι φίλτατε εγώ και οι αριστοκράτες έχουμε ένα κοινό. Δε μας ενδιαφέρει για το «αν» θα ζούμε αύριο, αλλά για το «πως» θα ζούμε. Αν θα συνεχίσουμε να έχουμε τα προνόμιά μας. Για μένα, να πούμε, προνόμιο είναι να κάθομαι εδώ στο πεζοδρόμιο, στην εξώπορτα, με το μπουζούκι μου, το ούζο και το μεζέ μου και να βγάζω τραγούδια. Τι έχεις όμως ρε φίλε; Δε σε βλέπω στα καλά σου. Να σου πω κάτι; Το πιο μεγάλο μου προνόμιο είναι ότι εισπράττω τη χαρά σε δόσεις και πληρώνω την αμαρτία τοις μετρητοίς ενώ εσύ κάνεις το ανάποδο.»

…αφ υψηλού

Είδα τον Νώντα στο Σύνταγμα τις προάλλες. Είχε το μπουζούκι στα πόδια και έγραφε σε ένα τετράδιο.

 «Αγανακτισμένος;» τον ρώτησα.

«Στενοχωρημένος. Με τη λεγάμενη. Ήρθα για συμπαράσταση. Συμπονώ με τα παιδιά στη πλατεία.»

«Και ποιος είναι ο κοινός σας πόνος;»

 «Έχουμε τη μελωδία και ψάχνουμε τα λόγια. Κοίτα δω, ένα τετράδιο χάλασα για δύο στίχους:

η νύχτα είναι φυγόκεντρος
κι η μέρα κεντρομόλος.

Αυτό που μου τη δίνει πιο πολύ -κι ο κόσμος εδώ τον ίδιο νταλκά έχει-  είναι ότι μας κοιτάζουν αφ’ υψηλού ρε φίλε. Εμένα η λεγάμενη και το σόι της το μεγαλοπιασμένο. Τον κοσμάκη οι πολιτικοί και το σόι τους οι μεγαλοδημοσιογράφοι. Με ποιο δικαίωμα ρε;

Στο κάτω κάτω μόνο ο ουρανός έχει δικαίωμα να μας κοιτάζει από ψηλά

…για την ευγνωμοσύνη

«Μεγάλο πράγμα η φιλία, άλλοτε φωτεινή, ζεστή, άλλοτε σκιερή, δροσερή. Μικρό πράγμα η καβάτζα, χουχουλιάζει στη ζέστη, κρύβεται βολεμένη στη σκιά». Ο Νώντας μονολογεί χτυπώντας μονότονα την ίδια νότα. «Οι φίλοι δίνουν από το υστέρημα όχι από το περίσσευμα, χαίρονται με τη χαρά σου, περισσότερο από όσο λυπούνται με την λύπη σου -το είχα δει γραμμένο σε μια ταβέρνα αυτό, δεν είναι δικό μου, πιάσε ένα τσίπουρο με μεζέ ρε Σταύρο. Τι έλεγα; Α ναι! Για την φιλία. Αυτοί οι γραφιάδες φλυαρούν αλλά που και που τους έρχεται και κάνα καλό στο μυαλό όπως αυτό: η φιλία θέλει αγάπη και η αγάπη ευγνωμοσύνη. Εκεί στηρίζονται όλα. Στην ευγνωμοσύνη. Το κακό όμως με δαύτη είναι ότι πρέπει να σκεφτείς πρώτα για να τη νιώσεις.»

…χωρίς κανόνα

Χαϊδεύοντας  το μπουζούκι ο Νώντας παρακολουθούσε μπερδεμένος τη συζήτηση της παρέας:

«Τελικά η ζωή όπως και η τέχνη διέπεται από τον  κανόνα πως κάθε κανόνας είναι μεταβαλλόμενος. Για αυτό, είναι μάταιο να αναζητήσεις τον κανόνα μεταβολής του. Όταν τηρείς τον κανόνα θέλεις να επιβεβαιώσεις την ορθότητα των πεπραγμένων και όταν τον παραβιάζεις ελπίζεις στο καινούργιο το καλό και το ωραίο…»

Τελικά ο Νώντας δεν άντεξε.

«Δηλαδή ρε φίλε άμα ο κανόνας λέει να παίξω σολ ματζόρε, μπορώ να πω: ο κανόνας αλλάζει, θα παίξω λα μινόρε;»

«Ως δημιουργός ναι, ως εκτελεστής όχι» πήρε απάντηση.

«Βλακείες μπερδεμένες  τσαμπουνάς. Ο κανόνας είναι ένας φίλε : Όλα τα ωραία πράγματα μαζί και τα τραγούδια είναι γραμμένα ήδη στα μυαλά των ανθρώπων και περιμένουν κάποιον, κάτι, να τα ξυπνήσει».

 

 


…για ένα παράθυρο και ένα μπαγλαμαδάκι.

Είδα χθες τον Νώντα να διασχίζει τον πεζόδρομο καβάλα στο ποδήλατό του. Του έκανα νόημα. «Σε λίγο», μου έγνεψε κλείνοντας το μάτι.

Ήρθε σε λιγο, «Πρόσεχε το κινητό μου» είπε αφήνοντας το μπαγλαμαδάκι στο τραπέζι πριν μπει στο μαγαζί να σερβιριστεί τον καφέ του. Όταν γύρισε μου εξήγησε:

«Αυτό φίλε  είναι το κινητό μου μπουζούκι με σύνδεση Νόνταφον».

Χαμογέλασα. «Κάνε μου μια κλιση να αποθηκεύσω τον αριθμό του».

«Α! Δε γίνεται . Μόνο μηνύματα στέλνει, και αποκλειστικά σε κορίτσια λαϊκά».

«Για πιάσε και στείλε ένα!»

«Το έχει κλειστό.»

«Η ποια, το ποιο;»

«Η Ζωή, το παράθυρό της. Το ανοίγει μόνο το βράδυ.»

«Και τότε γιατί το κουβαλάς μαζί σου από το πρωί;»

«Την σκέφτομαι και γράφω από το πρωί μπας και παραδοθεί το βράδυ.»

…με καπάρο

Απελπισμένος  που λύση δε φαινόταν στο «γυναικείο» ζήτημα, έβαλε  νοικιαστήρια.  Δύο. Ένα μπρος, κι ένα πίσω, στη πλάτη:

«ΕΝΟΙΚΙΑΖΕΤΑΙ αγκαλιά. Πληροφορίες εντός. Νώντας».

Μεγάλο σούσουρο στη γειτονιά. Μόνο στη γειτονιά; Μέχρι κάτω στον Πειραιά στα Καμίνια μαθεύτηκε. Ακόμα και στη δουλειά, με τα νοικιαστήρια πήγαινε.

Ξημερώματα Κυριακής η Ανθούλα περίμενε τον Νώντα έξω από το μαγαζί. Τον πλησίασε τη στιγμή που στερέωνε το μπουζούκι του στο μοτοσακό.
–  Ψάχνω για ένα δυάρι.
Τρόμαξε ο Νώντας, γύρισε,  κοίταξε, του άρεσε.
–  Μόλις το βρήκες.
–  Να μπω να το δω;
Ο Νώντας άφησε το μπουζούκι κι άνοιξε τα χέρια.
–  Να μπεις.
Μπήκε, είδε, γλυκάθηκε.
–  Μου κάνει. Τι καπάρο να δώσω;
–  Ένα φιλί μπροστά κι ένα να τρέχει, ψιθύρισε ο Νώντας, κι έζησε αυτός καλά κι αυτή καλύτερα.

…εις το όνομα του πατρός

Λένε πως είχε σκοτώσει άνθρωπο στην κατοχή. «Γιατί έφυγε από το χωριό νομίζεις; Εικοσιπέντε χρόνια έκανε να ξαναπατήσει!». Φούντωναν τέτοια λόγια την περιέργεια του Νώντα για τον συγχωρεμένο τον πατέρα του.

Άλλοτε αθώες ιστορίες από το παρελθόν, έμπαιναν τώρα σε μια λογική σειρά, εξηγούσαν η μία την άλλη, οδηγώντας σε μια τραγική, παράλογη αρχή.

«Ο καπετάνιος το ‘δωσε το πιστόλι! Μια σταλιά παιδί ο πατέρας σου, ανέβηκε στο λημέρι να παραπονεθεί που οι αντάρτες του έκλεβαν τα αυγά.
-Κι εμείς πως θα ζήσουμε Καπετάνιε; Δέκα στόματα;
-Πάρε το πιστόλι μου, κι όποιος σας πειράξει, φα τον!»

Μέσα του καμάρωνε ο Νώντας. Ο πατέρας του δεν ήταν κάποιο άηχο «ανθρωπάκι». Ο πατέρας του είχε ιστορία. Μια συνταρακτική ιστορία. Κι αυτός ήταν η ηχώ της.

…στα μπουζούκια

Εν μέσω ψιθύρων και ευφημισμών–σεμνών και ασέμνων- ο Νώντας τελείωσε το σόλο μπουζούκι του χτυπώντας με δύναμη την τελευταία νότα. Σιωπή απλώθηκε στο μαγαζί. Σιωπή αμηχανίας. «Φάλτσαρε ο Νώντας;»

– Τι νότα ήταν αυτή η τελευταία ρε Νώντα; Έσκυψε και του ψιθύρισε ο κιθαρίστας.
– Αυτή φίλε ήταν μια νότα αισιοδοξίας, απάντησε ο Νώντας χαμογελώντας πονηρά.

Στο επόμενο τραγούδι, πάλι τα ίδια. Άλλη μια “νότα αισιοδοξίας” στο τέλος. Εκκωφαντική, παράταιρη.
Όταν σχόλασε το μαγαζί, τον φώναξε το αφεντικό.

-Τι ναι αυτές οι σαχλαμάρες ρε Νώντα; Θα μου το αδειάσεις το μαγαζί!
-Ποιο αφεντικό; Το άδειο; Μην ανησυχείς. Με αυτή τη νότα αισιοδοξίας θα γεμίσει.
– Και γιατί δηλαδή η “νότα αισιοδοξίας” να είναι φάλτσα;
– Γιατί αφεντικό σε δύσκολους καιρούς η αισιοδοξία όλο ξώφαλτσα περνάει. Γι αυτό.