Κατηγορία: νυχτερινά

123 λέξεις για μια φωτογραφία

Κάπου έχω μια φωτογραφία με τον πατέρα μου. Ασπρόμαυρη. Φοράω κοντό παντελονάκι και σακάκι. Άσπρα. Εκείνος φοράει γκρι κουστούμι φρεσκοσιδερωμένο. Πρέπει να είμαι πέντε χρονών.

Τον κρατάω από το χέρι. Στο άλλο κρατάει τσιγάρο. Από το ύφος του μπορώ να υποθέσω πως η μάνα μου στέκεται δίπλα στον φωτογράφο και του γνέφει θυμωμένα, πέταξε το χριστιανέ μου.

Σίγουρα  τσακώθηκαν μετά την φωτογραφία. Ελπίζω όχι για πολύ. Στο μεταξύ εμένα καθώς με τύφλωνε ο πρωινός Κυριακάτικος ήλιος τα μάτια μου έμοιαζαν με δυο μικρές κουμπότρυπες.

Όπως κι αν είχε στεκόμαστε καμαρωτοί στο  προαύλιο της εκκλησίας. Μάλλον στην βάφτιση της αδελφής μου. Δεν είμαι σίγουρος. Δεν ρώτησα ποτέ που είναι τραβηγμένη η φωτογραφία. Τώρα πια είναι αργά. Συνήθως τα κενά της μνήμης γεμίζουν με εικασίες.

…συμφωνικές

Πάρτε, για παράδειγμα, τη νότα λα. Πριν αρχίσει η συναυλία, το όμποε την μεταμορφώνει στον πιο ποθητό ήχο. Τα  έγχορδα  και τα πνευστά, πρέπει να την μιμηθούν. Στην αίθουσα επικρατεί ηχητική αναρχία.  

Δεν υπάρχει τίποτα το απειλητικό σε αυτή την αναρχία καθώς όλοι γνωρίζουν ότι θα οδηγήσει στην τελική συμφωνία  σε κάθε νότα κάθε οκτάβας  του πενταγράμμου.

 Και μετά, σιωπή.

Για λίγες στιγμές.

Μέχρι το άηχο νεύμα του μαέστρου να απελευθερώσει  όλο το πάθος και την αρμονία των συμφωνημένων ήχων.

Ισως ,τελικά, αυτό που ονομάζουμε αρμονία να είναι η απόπειρα να αντιστρέψουμε  την νομοτελειακά αυθόρμητη φυσική ροή από την τάξη στην αταξία,  να αμφισβητήσουμε την πορεία του βέλους του χρόνου.

Και ,ίσως, αυτό που ονομάζουμε πάθος να είναι η έκρηξη μιας προσυμφωνημένης σιωπής.

…με καραμπόλες

Ο λόγος που δεν έμαθα μπιλιάρδο ήταν  που οι φίλοι μου δεν με έπαιζαν. Ο λόγος που δεν με έπαιζαν ήταν που αργούσα την στεκιά μου.  Ο λόγος που αργούσα την στεκιά μου ήταν που στο δικό μου μυαλό, σε αντίθεση με το δικό τους, δεν ήταν προεγκατεστημένες  οι αρχές διατήρησης  ορμής και  στροφορμής.

«Δεξιά τα φάλτσα και ψηλά, απαλά, βρες την κόκκινη λίγο», με διέταζαν οι προγραμματισμένοι  εγκέφαλοι, τίποτα εγώ, προσπαθούσα να εξηγήσω  τις διαταγές  με τους φυσικούς νόμους, γιατί δεξιά, γιατί  λίγο, γιατί απαλά. «Γιατί πληρώνουμε με την ώρα ρε Βασιλάκη».

Την τελευταία φορά που με έπαιξαν, έκανα το λάθος να αναρωτηθώ  για την ενεργό διατομή των κρούσεων. Με παράτησαν κι έφυγαν, πήγαν μπουρδελότσαρκα κι έμεινα με την στέκα στο χέρι.

 

…old navy

Θα πάρω ένα πακέτο τσιγάρα ολντ νέιβι και ένα κουτί σπίρτα και το μεσημέρι θα ανέβω στον Άγιο Φίλιππα. Θα καπνίσω δέκα τσιγάρα απανωτά και θα φύγω, όπως είχα κάνει στα δεκαέξι μου παρέα με τον ξάδελφο. Ο ξάδελφος ήταν συνομήλικος, αλάνι, μπαλαδόρος και ξηγημένος. Εγώ σπασίκλας, καλός μαθητής και τα λοιπά. Ο ξάδελφος με έμαθε να καπνίζω. Εκείνη τη μέρα στον Άγιο Φίλιππα. Μετά γύρισα σπίτι να διαβάσω για το διαγώνισμα. Εκείνος πήγε για μπιλιάρδο. Ήθελα κι εγώ να πάω για μπιλιάρδο. Άμα με καλούσε θα πήγαινα και σκασίλα μου οι εξετάσεις. Αλλά δε με κάλεσε. Ίσως γιατί δεν ήξερα μπιλιάρδο. Αλλά ούτε να καπνίζω ήξερα γαμώτο. Από τότε όλο εξετάσεις δίνω και όλο καπνίζω. Λες και η ζωή είναι διαγωνισμός καπνίσματος.

…με τύψεις μεγαφώνων

Κάθε πρωί  στο λιμάνι. Ξημερώματα Αυγούστου. Αφετηρία λεωφορείων. Προορισμός Νέα Σμύρνη, φροντιστήριο, εξετάσεις.Κάθε πρωί τα πλοία φεύγουν χωρίς εμένα.

Εμένα με παίρνει το λεωφορείο, μαζί με την Καίτη –συντρόφισσα, συμμαθήτρια, ερωτευμένη με τον Στέλιο.

Το καλοκαίρι μου αναχωρεί για Πειραιά -Κλάψα –Γκρίνια -Καζαντζίδη -Νέα Σμύρνη.

Το φελέκι μου! Δεν αντέχω άλλο.

Αντί για τσάντα με βιβλία, σακίδιο εκδρομικό, αλλαξιά, πετσέτα κάτι λεφτά που έχω στην άκρη. Ούτε πολλά, ούτε λίγα.

Στάση στο πρακτορείο. Ένα εισιτήριο. Με ποιο; Με αυτό που φεύγει τώρα; Πάρο; Ναι. Με επιστροφή; Όχι.

Κατάστρωμα, καφές, τσιγάρο.

Να! Λύνουν τους κάβους,φεύγουμε!

Στη στάση η Καίτη περίμενε. Την κοίταζα αφ’ υψηλού μέχρι που…»Το πλοίο αναχωρεί εντός ολίγου. Παρακαλούνται οι υποψήφιοι φοιτητές όπως εξέλθουν του πλοίου» …τύψεις μεγαφώνων με έκαναν φουγάρο.

…για μια μπουκίτσα κι ένα συχώριο

Το βράδυ έτρωγε πάντα μερικές φρυγανίτσες με λίγο τυρί. Αρκετές φορές είχα μοιραστεί μαζί της το λιτό νυχτερινό της δείπνο, που για εμένα τελείωνε με ρυζόγαλο παγωμένο με μπόλικη κανέλλα – φρόντιζε πάντα να υπάρχει φυλαγμένο στο ψυγείο. Για εκείνη τελείωνε με το νυχτερινό ραδιοφωνικό δελτίο ειδήσεων. Τότε έπρεπε να την καληνυχτίσω και να την αφήσω να κοιμηθεί.

Ένα βράδυ, πριν την τελευταία μπουκίτσα της, ρώτησα: «Γιαγιά, πως γίνεται και σου περισσεύει πάντα ένα κομματάκι τυρί για το τελευταίο κομματάκι φρυγανιάς; Πως τα καταφέρνεις και δεν μένει αδικημένη η τελευταία μπουκίτσα;».

Τότε εκείνη, αφού άδειασε αργά το πιατάκι της μου απάντησε: «Άλλες φορές είναι αδικημένη γιατί της περισσεύει λιγότερο τυράκι, άλλες όχι. Παραπονεμένη πάντως δε μένει. Το παράπονο, βλέπεις, καταπίνεται εύκολα μα χωνεύεται δύσκολα.»

…λοξοδρομούσες

Χθες το βράδυ, στον δρόμο, έκανα κάτι που είχα πολλά χρόνια να κάνω. Κλώτσησα ένα νεράντζι. Με εκείνη την μπαλαδόρικη κίνηση, ξέρετε, που συνηθίζαμε πιτσιρικάδες, λίγο παιχνίδι, λίγο τσαντίλα, λίγο ανία.

Το νεράντζι κατρακύλησε κάτω από ένα παρκαρισμένο αυτοκίνητο. Η γάτα που κρυβόταν σε εκείνο το στεγνό σημείο προφυλαγμένη από το ψιλόβροχο ενοχλήθηκε και απομακρύνθηκε εκνευρισμένη. Συνέχισα να περπατώ βιαστικά.

Είχα κάνει κάμποσα βήματα όταν διαπίστωσα πως δίπλα και λίγο πίσω μου κυλούσε το νεράντζι. Παραξενεύτηκα. Ούτε το χτύπημά μου ήταν δυνατό, ούτε ο δρόμος κατηφορικός.

Στρίβω στην γωνία. Στρίβει κι αυτό. Με ακολουθούσε! Σταματάω, σταματάει.

«Τι θέλεις από μένα;» ρωτάω. Το νεραντζάκι ξαφνιάζεται- κυλάει απογοητευμένο κάτω από έναν κάδο σκουπιδιών.

«Αρσενικό είναι!» σκέφτηκα. «Μόνο τα αρσενικά λοξοδρομούν τρομαγμένα σε αυτή την ερώτηση.»

…σε κατάσταση πολιορκίας

1Ένας τρόπος να μην υποκύψουμε στην επιθυμία, είναι να την φέρουμε αντιμέτωπη με το καθήκον και την υποχρέωση. Είναι βέβαιο ότι με εισαγγελική αυστηρότητα θα της απαγγείλουν την κατηγορία της αδυναμίας.

Ακόμα κι αν δεν εκδοθεί απόφαση, μια υπόδικη επιθυμία είναι αφερέγγυα. Αν πάλι καταδικαστεί και φυλακιστεί ισόβια με την ελπίδα να «σβήσει» σε κάποιο σκοτεινό κελί του μυαλού, υπάρχει ο κίνδυνος να αντέξει μέχρι την στιγμή που θα είναι πια αργά. Γι’ αυτό καλύτερα να μη μπλέξουμε με εισαγγελείς δικαστές  δικηγόρους.

Η επιθυμία έχει επιθετική συμπεριφορά όχι γιατί αναζητά ζωτικό χώρο αλλά γιατί πολιορκείται.  Δεν της αρκεί να διαφύγει κρυφά και μόνη μέσα από τις γραμμές του πολιορκητή.

Η επιθυμία δεν μπορεί να ζήσει αλλού παρά μόνο εκεί που γεννήθηκε.

Και παραδίνεται.