Κατηγορία: ιστορίες μικρού μήκους

…για τους ήχους του ταξιδιού

Ετοιμάζει την βαλίτσα του τώρα. Είναι από αυτές με τα ροδάκια -του αρέσει αυτός ο ξερός ήχος  που κάνουν στο τσιμέντο.

Δεν χρειάζονται και πολλά πράγματα στην ηλικία του. Παλιότερα δεν τον πείραζε να είναι λίγο βαριά αλλά τώρα…

Τώρα, στον σταθμό, περιμένοντας, ο Ηλίας του σερβίρει  τα «συνηθισμένα» -καφέ και τυρόπιτα. Κάνουν κουβέντα για τις συντάξεις και την αρρώστια τους τον Ολυμπιακό.

Που πάει τώρα;

Στο περίπτερο πάει. Ξέχασε λέει να πάρει τσιγάρα και σουντόκου. Θα το χάσει πάλι το τρένο όπως κάθε μήνα. Τώρα τσακώνεται με τον περιπτερά τον Αεκτζή. Να δεις που το κάνει επίτηδες.

Ορίστε. Δεν πρόλαβε.

Ε, και; Σάμπως είχε εισιτήριο; Τον άλλο μήνα πάλι; φωνάζει ο Ηλίας αλλά δεν ακούει. Ακούει μόνο τα ροδάκια της βαλίτσας του.

…για ένα ερωτικό πρελούδιο

Σκάκι έμαθα από ένα κορίτσι, ένα χρόνο μεγαλύτερο μου, όταν πήγαινα γυμνάσιο. Μου έδειξε τις βασικές κινήσεις, μου εξήγησε τον σκοπό του παιχνιδιού και αυτό ήταν όλο. Μετά είπε: έλα να παίξουμε τώρα.

Στα πρώτα παιχνίδια η προσοχή μου ήταν στραμμένη στα χέρια της καθώς το ένα χάιδευε τα πιόνια και το άλλο τον λαιμό της με  την άκρη της κοτσίδας της. Στο μεταξύ, εκείνη, σιγά σιγά, έπαιρνε όλο και περισσότερο χώρο στο πεδίο της μάχης, άλλοτε με απειλές και άλλοτε με θυσίες που εγώ τις έπαιρνα για ευγενικές χειρονομίες, ενώ στην πραγματικότητα ήταν πρελούδια καλοσχεδιασμένης εξόντωσης.

Στην τελευταία  παρτίδα παρά λίγο να νικήσω αλλά την στιγμή που ετοιμαζόταν να κάνει την λάθος κίνηση άγγιξα τα δάχτυλά της και την εμπόδισα. Μοιραία κίνηση.

…για τις υποψίες

Ο ντετέκτιβ Ιγνάτιος Τ. έπινε το ποτό του στο συνηθισμένο μπιστρό προσπαθώντας να τοποθετήσει τον αναπτήρα του στη μεσοκάθετο δύο στρογγυλών λεκέδων πάνω στο γυάλινο τραπέζι, επαναλαμβάνοντας συνεχώς τη φράση : κάθε σημείο της μεσοκαθέτου ισαπέχει από τις άκρες του ευθύγραμμου τμήματος.

Και αυτή τη φορά ένα λάθος του υπόπτου είχε οδηγήσει στην επιβεβαίωση της ενοχής του. «Από ένα  λάθος του άλλου δεν μπορείς να βγάλεις σωστό συμπέρασμα πάντα, Ιγνάτιε» είχε τονίσει η γυναίκα του πριν τον εγκαταλείψει.

«Η υποψία είναι ένα φίλτρο της πραγματικότητας, με αυτήν επιλέγεις τι θα παρατηρήσεις. Για να βρεις μια άκρη, να επιβεβαιώσεις το σενάριο, πρέπει να παραβιάσεις τον κανόνα των ίσων αποστάσεων, έλεγες πάντα Ιγνάτιε. Κι εγώ θα πρόσθετα, αρκεί να μη βρίσκεται το κίνητρο στην άλλη άκρη».

…για ένα ταξίδι

Μέχρι να καταλάβουμε που πηγαίναμε είχαμε φτάσει. Είχαμε ξεκινήσει νωρίς, χωρίς  προορισμό, με λιγοστά υπάρχοντα όπως ταιριάζει σε κάθε ανέμελο ταξιδιώτη.

Κάποια στιγμή είπαμε: ρε, ωραία είναι εδώ γιατί δεν μένουμε. Δεν θυμάμαι ούτε ποιος έκανε την ερώτηση ούτε ποιος έδωσε την απάντηση.

Νοικιάσαμε ένα σπίτι και ξεκίνησε η πορεία  της  εξερεύνησης. Ζήτω η εξερεύνηση- κάτω η αναζήτηση. Ζήτω οι εξισώσεις – κάτω  οι λύσεις. Είναι πιο ωραία να βρίσκεις  όταν δεν  ψάχνεις.

Άλλο η χαρά κι άλλο η ανακούφιση έτσι δεν είναι;  Έτσι είναι, συμφωνούσαμε  και η απάντηση  μας  ανακούφιζε.

Μια μέρα είπε ο ένας: τα βρήκαμε όλα, δεν έμεινε τίποτα. Αυτό είναι πρόβλημα, είπε ο άλλος. Και επιδοθήκαμε με κρύα καρδιά στην αναζήτηση της λύσης.

Μέχρι να καταλάβουμε ότι φεύγουμε είχαμε φύγει.

… για την ακτή των θαυμάτων

Έτσι όπως έτρεχαν ανάλαφρα στην ακροθαλασσιά λες και ισορροπούσαν πάνω στον αφρό. Θαύμα της νεότητας; Μερικά μέτρα πιο πέρα, κοντά στη λικνιζόμενη βάρκα του εκατονταετή παρά κάτι Καπετάνιου που τακτοποιούσε τα δίκτυα του ισορροπώντας με θαυμαστή επιδεξιότητα στα γερασμένα του πόδια -θαύμα του γήρατος;- και ίσως στο ενδεχόμενο μίας θαυμάσιας  ψαριάς, τα δύο κορίτσια στάθηκαν : «μια στιγμή», «τι έγινε;» ,«ένα πετραδάκι μπήκε στο πόδι μου».

Νομίζω πως διέκρινα ένα αμυδρό χαμόγελο στο πρόσωπό του Καπετάνιου χωρίς να είμαι βέβαιος αν για αυτό έφταιγε κάποια μνήμη της νεότητας που ανέσυρε η ηλιόλουστη εικόνα των κοριτσιών ή οι φωνές της κόρης του Μαρίκας, ιδιοκτήτριας της παρακείμενης ψαροταβέρνας: «Καίει πια ο ήλιος πατέρα, παράτα τα, έλα στη σκιά, ακούς; η κρέμα είναι έτοιμη και είναι θαύμα».

…για τον κυρ Μήτσο

Όταν έκλειναν τα σχολεία βοηθούσα τον πατέρα μου στο μαγαζί.  Ήταν γυψαδόρος.  Έφτιαχνε τα γύψινα  πάνω σε έναν τεράστιο μαρμάρινο πάγκο. Την άλλη μέρα  φορτώναμε το  τρίκυκλο  και  πηγαίναμε στην οικοδομή.  Στήναμε τις σκαλωσιές, εκείνος ανέβαινε και δούλευε, εγώ καθόμουνα και κοίταζα. Που και που μου έλεγε «πιάσε αυτό», «πιάσε το άλλο». Εγώ βαριόμουν.

Μια μέρα γυρνάω και του λέω  «Φεύγω, βρήκα δουλειά σε ένα μηχανουργείο κάτι συντρόφων». «Να πας» μου κάνει. Στο μηχανουργείο δούλεψα δύο μέρες. Τη δεύτερη με έβαλαν να καθαρίσω κάτι τζάμια θεοβρώμικα.  Αντί για διαλυτικό χρησιμοποίησα βερνίκι. Χάλια μαύρα. Φεύγω  και γύριζω στο μαγαζί μας.

«Δεν μου είπες» με ρωτάει ο πατέρας μου  μετά από λίγο, «μπορεί ένας σύντροφος να βγει στην κόκκινη πλατεία και να βρίσει τον Μπρέζνιεφ;».

…με χαλάζια και χαλάσματα

Εννιά το πρωί η δροσιά κρατάει. Η καλύτερη ώρα να μαζέψεις το τρυφύλλι. «Μη το μαζεύεις αξημέρωτα, σαπίζει» ορμήνευε ο πατέρας του. Θεός σχωρέστον.

Δεν είχε σώσει να μαζέψει το μισό κι ανοίξαν οι ουρανοί. Αέρας, χαλάζι, πλημμύρα. Άρχισε να τρέχει στις λάσπες, πέρα δώθε, σαν τρελός.

Όταν απόκαμε ξάπλωσε τανάσκελα, χάμου στα νερά. «Μην ήθελες νάσουν εσύ εδώ χάμου κι εγώ εκειδά ψηλά και να σου κάνω τα ίδια; Σιγά μην ήθελες». Έκλαιγε, έκραζε και μούτζωνε.

Έτσι λασπωμένος έτρεξε στο σπίτι της χήρας να κρυφτεί στην αγκαλιά της.

Το σούρουπο η γυναίκα του περίμενε στην πεζούλα. «Μην ήθελες νάσουν από πάνου κι εγώ εκειδά χαμηλά να σου κάνω τα ίδια με την χήρα; Σιγά μη δεν ήθελες!» κι έκλαιγε, έκραζε και μούτζωνε.

—————————

Το πραγματικό  μέρος της μιγαδικής ιστορίας μου αφηγήθηκε ο Χρήστος Μακρής.

…για την «συμπάθεια»

Όταν έκλειναν τα μηχανουργεία έβγαιναν πιάτσα οι πουτάνες και ο Γεράσιμος  με το καρότσι φορτωμένο  ταψιά μπουγάτσα και τα σχετικά: ζάχαρη, κανέλα, λαδόκολλες.

Από όλες τις γυναίκες της πιάτσας ο Γεράσιμος έδειχνε συμπάθεια στην Αθανασία στην πέρα άκρη του δρόμου.  Το είχαν προσέξει οι άλλες γυναίκες και τον πείραζαν.

«Την καλύτερη μερίδα για την Αθανασία την φυλάς. Γιατί Γεράσιμε;;

«Γιατί μου θυμίζει την γυναίκα μου» απαντούσε αυτός  και όλες συμπονούσαν τον Γεράσιμο και τη συχωρεμένη.

Ένα βράδυ ο Γεράσιμος έστειλε με την Μπέμπα από το απέναντι πεζοδρόμιο το πακέτο με την μερίδα στην «συμπάθειά» του. Ύστερα τα μάζεψε κι έφυγε.

Η Μπέμπα ξελιγωμένη ξετύλιξε την λαδόκολλα να γλυκαθεί. Βρήκε μέσα κι ένα χαρτάκι: «Να μη ξεχάσεις το πρωί να φέρεις γάλα στα παιδιά».

…με βορειοδυτικό βλέμμα

Μέσα, διάβαζαν ποιήματα. Έξω, ήχοι της πόλης πλάγιοι. Μέσα μου, έλιωνε ένα παγωτό χωνάκι από το ποιήμα της Ασημίνας.

«Θα ήταν ωραία να χιόνιζε έξω κι ένας πλανόδιος μουσικός να παίζει βιολί» είπα.

«Αλλά να φοράει μαύρο παλτό» συμπλήρωσε ο φοιτητής θεολογίας δεξιά μου.

«Και να κουτσαίνει» συμπλήρωσε ο  Πάκο Ιγκνάσιο Τάιμπο ΙΙ αριστερά μου, χωρίς να πάρει τα μάτια του από την γυναίκα με τα σγουρά μαλλιά και το νοτιοανατολικό βλέμμα.

«Σας άκουσα να αναφέρεστε, στους ήχους της πόλεως. Οι πλάγιοι ήχοι δημιουργούνται με πορεία προς τα κάτω» είπε ο θεολόγος.

«Όσο οι άνθρωποι απαγγέλουν ποιήματα στα μπαρ της Αθήνας και της Ταπατσούλα στρέφουν την πυξίδα της ανθρωπότητας προς τα πάνω» φώναξε ο ντετέκτιβ Έκτορ Μπελασκοαράν που εκείνη τη στιγμή έμπαινε κουτσαίνοντας στο μπαρ της οδού Στουρνάρη τινάζοντας το χιόνι από το μαύρο του παλτό.

Έλαβαν μέρος:
Ασημίνα: Φυσικός , ποιήτρια
Φοιτητής θεολογίας: θαμώνας του μπαρ.
Ο γράφων: Φυσικός. Θαμώνας της φαντασίας του.
Πλανόδιος βιολιστής με μαύρο παλτό: Θαμώνας τη φαντασίας του αείμνηστου Θόδωρου Α,
Πάκο Ιγκάσιο Τάιμπο ΙΙ (ΠΙΤ ΙΙ) : μυθιστοριογράφος, δημοσιογράφος, ιστορικός.
Έκτορ Μπελασκοαράν Σάυν: Μεξικανός ντετέκτιβ, θαμώνας της φαντασίας του ΠΙΤ ΙΙ.
Γυναίκα με σγουρά μαλλιά: Άγνωστη. Την εξακρίβωση των στοιχείων της ανεθεσε ο ΠΙΤ ΙΙ στον ντετέκτιβ Έκτορ Μπαλσκοαράν Σάυν χωρίς αποτέλεσμα μέχρι στιγμής.

…για το φλιτζάνι της Άννας Καρένινα

Μου σώθηκαν τα τσιγάρα. Θα έχει η Ματούλα.

Πέντε όροφοι χωρίς ασανσέρ.

Ένα λυόμενο στην ταράτσα, είκοσι πέντε τετραγωνικά. Η Ματούλα το λέει ρετιρέ. «Έτσι το έλεγε ο συγχωρεμένος ο άντρας μου. Και τα ψίχουλα του ΟΓΑ σύνταξη τα έλεγε».

Ευτυχώς που ξέρει να διαβάζει το φλυτζάνι. Χρεώνει και τον καφέ και το λουκούμι. Το λουκουμάκι υποχρεωτικό. Αν δεν το φας στο τυλίγει στη χαρτοπετσέτα να το πάρεις μαζί σου.

– Ανοιχτά είναι.

Δεν πρόλαβα να χτυπήσω την πόρτα.

-Τσιγάρα έχει στο σερβάν. Να πάρεις και το βιβλίο σου.

Πάνω στο σερβάν, η «Αννα Καρένινα», και ένα πακέτο τσιγάρα.

-Το τελείωσες κιόλας;

-Το τελείωσα.

-Σου άρεσε;

-Καλό ήταν.

-Θλιβερό τέλος ε;

-Μια χαρά ήταν.

-Το διάβασες;

-Το τέλος το διαβάζω πάντα στο φλιτζάνι.