Κατηγορία: ημερολόγιο

… για τα όχι της ζωής μας

Μια λάμψη χοροπηδούσε από το πεζοδρόμιο στο καπό στου αυτοκνήτου μου, μετά στο κορμό του διπλανού δέντρου, έπειτα πάλι στο πεζοδρόμιο, ύστερα τρύπωνε για λίγο περιπαιχτικά, μέσα από το παρμπρίζ και ξανά από την αρχή, σε μια παιχνιδιάρικη τεθλασμένη διαδρομή, καθώς κλείδωνα το αυτοκίνητο.

Αναρωτήθηκα αν κάποιο παιδί έπαιζε με καθρεφτάκι και το αναζήτησα στα μπαλκόνια των γύρω σπιτιών αλλά διαπίστωσα, με απογοήτευση, πως ήταν απλά αντανακλάσεις από cd που είχαν κρεμάσει στα κάγκελα για να διώχνουν τα περιστέρια.

Κλείδωσα το αυτοκίνητο και καθώς απομακρυνόμουν η λάμψη εξακολουθούσε να χορεύει γύρω μου ελεύθερα και απρόβλεπτα στις δύο διαστάσεις της ασφάλτου. Μου ξέφυγε ένα χαμόγελο αισιοδοξίας καθώς σκεφτόμουν πως «ΟΧΙ, η ζωή, όπως το φως, δεν σταματούν ακόμα κι αν στριμωχθούν σε δύο διαστάσεις».

…σε καιρό πολέμου

Πρέπει  να το παραδεχθώ. Είναι λογικό οι εφηβικοί μου φίλοι να έχουν αλλάξει ιδέες. Το δικαιούνται .  Μετά από τόσα χρόνια έχουν αλλάξει οι ανάγκες και οι επιθυμίες τους. Το  αποδέχομαι αλλά δεν το συμμερίζομαι. Αυτό είναι που με τρώει γαμώτο.

Για τέτοιες περιπτώσεις είχα ένα σωσίβιο που έγραφε «με ενδιαφέρει αλλά δεν με αφορά», αλλά ξεφούσκωσε. Τώρα πια,  κάθε απόφασή τους που αφορά τα κοινά, και με ενδιαφέρει και με αφορά. Και απορώ και θυμώνω, όχι επειδή διαφωνώ με τους φίλους μου  αλλά επειδή οι φίλοι μου συμφωνούν με αυτούς που  επιβουλεύονται την ζωή και το μέλλον των παιδιών μου και των αγαπημένων μου ανθρώπων.

Τι κάνεις λοιπόν όταν ο ορκισμένος φίλος συμμαχεί με τον ορκισμένο εχθρό σου; Και μάλιστα σε καιρό πολέμου;

 

…για τον Σαχτζάτ Λουκμάν

Γεννήθηκε το 1986 στο Πακιστάν. Ήρθε στην Ελλάδα πριν από έξι χρόνια.  Κάθε πρωί, ξημέρωμα,  πήγαινε με το ποδήλατο του στα Πετράλωνα. Μια ώρα δρόμος. Φόρτωνε πορτοκάλια στη λαϊκή. Είκοσι ευρώ μεροκάματο.

Έστελνε και στις αδελφές του στο Πακιστάν για να παντρευτούν. Έμενε σε ένα δωμάτιο στο Περιστέρι. Νόμιμα.

«Είχε πάρει ροζ κάρτα, προσωρινής παραμονής. Τελευταία δούλευε στη λαϊκή. Πριν ήταν φύλακας σε εργοτάξιο στον Ασπρόπυργο. Το εργοτάξιο έκλεισε. Έλεγε συχνά ότι ο ίδιος δε θα καταφέρει ποτέ να κάνει οικογένεια και να ζήσει σαν άνθρωπος», λέει ο Ομάρ, ο συγκάτοικός του.

Δολοφονήθηκε,  στην οδό Τριών Ιεραρχών στα Πετράλωνα από δύο Έλληνες. Πάνω τους βρέθηκαν δύο στιλέτα- πεταλούδα.  Στο σπίτι του ενός βρέθηκαν στιλέτα, ρόπαλα, σφαίρες  φυλλάδια της Χ.Α.  και φωτογραφίες του Νίκου Μιχαλολιάκου.

…κάπου στον Πειραιά

Την έκανα την βλακεία και ρώτησα τον διπλανό μου «Ρε συ τι κάνει ο Σ; Τον βλέπεις καθόλου;»

Δεν απάντησε. Ή δεν με άκουσε ή δεν πρόλαβε. Βρήκα μόνος μου την απάντηση στην απέναντι πλευρά του τραπεζιού αριστερά μας. Περίμενα να του απευθυνθούν δύο φορές με το όνομά του «Σ» για να σιγουρευτώ ότι το ελαφρώς ειρωνικό χαμόγελό, που ναι, κάτι μου θύμιζε, είχε διασχίσει τριάντα τόσα χρόνια μέχρι αυτή την συνάντηση συμμαθητών στο ταβερνείο κάπου στο λιμάνι σου Πειραιά.

Δεν πρέπει να μελαγχολήσω επαναλάμβανα στον εαυτό μου μέχρι να βρω κάποιο επιχείρημα για να δικαιολογήσω την ντροπή μου. Και το βρήκα. Υπάρχει ένας τύπος μελαγχολίας, ιδιαίτερα αγαπητός, με άσπρα μαλλιά, αραιά, και μειδίαμα ξεχωριστό σαν τρίχα σε λευκό πουκάμισο. Λέγεται μελαγχολία ημερολογίου.

…για το τίποτα

19Και όμως το τίποτα κάνει πολύ θόρυβο. Αλλά έχει μια ιδιομορφία. Αρχικά εκπέμπει σε μη ακουστές συχνότητες –κάτι σαν υπέρηχος δηλαδή – και μετά εισβάλει με όλη του την ένταση στην αισθητή περιοχή. Έτσι εξηγείται η αγανακτισμένη φράση «πολύ θόρυβος για το τίποτα».

Ας πάρουμε για παράδειγμα την παπαγαλίνα μου. Κάνει πολύ θόρυβο προσπαθώντας να κελαηδήσει. Η καλή πλευρά του χαρακτήρα της βέβαια, της επιβάλει να περιμένει να ξυπνήσω για να «θορυβήσει». Όταν κάνει κρύο και κοιμάται μέσα στο σπίτι, περιμένει να ανοίξω τα μάτια μου. Σήμερα το πρωί όμως άρχισε τις φωνές αξημέρωτα. Θεώρησα τη συμπεριφορά της «τιποτένια».

Έδειχνε ανήσυχη. Άρχισε -με τον τρόπο της- να μου δείχνει την ποτίστρα της που ήταν άδεια. Δεν είχε τίποτα. Πολύς θόρυβος για το τίποτα.

…με ευχές

Εύχομαι…

…να μη συγκρουστούν ποτέ οι ανάγκες με τις επιθυμίες μας. Σε μια τέτοια σύγκρουση, περίπτωση ισοπαλίας δεν υπάρχει και ο αγώνας πηγαίνει στα «πέναλτι»

…να τον/την αγαπάμε όσο μας αγαπά. Μόνο με ισοπαλία περνάμε στην επόμενη φάση.

…να ψάχνουμε και να βρίσκουμε. Σε περίπτωση που βρήκαμε χωρίς να ψάχνουμε δεν είναι καθόλου βέβαιο πως βρήκαμε αυτό που χρειαζόμαστε.

…να μη ξεχνάμε ποτέ την διαφορά ανάμεσα στο «με ενδιαφέρει» και στο «με αφορά».

…να εξορίσουμε τα ενδεχόμενα και να επαναπατρίσουμε τις απορίες.

…να κρατάμε πάντα μικρό καλάθι.

…να ξεπλένουμε καλά τα κεράσια.

… η αντίστροφη μέτρηση να σταματάει στο μηδέν. Μετά υπάρχουν μόνο αρνητικοί αριθμοί.

…να μη καταθέτουμε το μυαλό μας.

…να προκαλούμε μόνο αυτό που θέλουμε να συμβεί.

…και εις έτη πολλά.

…για τον Μπούλη

Σήμερα «έφυγε» ο Μπούλης, το παπαγαλάκι μου. Ήταν δώρο μου στη μικρή μου κόρη αλλά η μαμά της δεν τον ήθελε και μου τον έστειλε πίσω πεσκέσι. Έκανε φασαρία λέει.

Μου φαίνεται πως είχε μάθει να τσιρίζει το όνομά του. Ήταν πολύ κοινωνικό παπαγαλάκι, με καλή ψυχή. Σκόρπιζε τη τροφή του στο μπαλκόνι για να μαζεύονται τα περιστέρια και τα σπουργίτια. Ήθελε παρέα μάλλον. Τι μάλλον. Έλειπα κι εγώ όλη μέρα.

Δε πρόλαβε να χαρεί το καινούργιο του μεγάλο πράσινο κλουβί. Χρειαζόταν ένα καλό κλουβί πώς να το κάνουμε. Πως θα τον έβαζα μέσα στο σπίτι τώρα που χειμώνιαζε. Φοβόταν βλέπεις τα μπουμπουνητά και τον αέρα.

Ά ρε Μπούλη. Κι εγώ φοβάμαι. Ίσως όμως είναι πιο εύκολο να φοβάται ο καθένας μόνος του.

…όπως στο σινεμά

Όταν χτύπησε το  κουδούνι καθυστέρησε να μαζέψει τα βιβλία του για να μείνουμε μόνοι. Μου μίλησε όρθιος, χωρίς να βγάλει το μπουφάν. Μόνο κάποια στιγμή, προς το τέλος, κουράστηκε λίγο, έβαλε το πόδι του σε μια καρέκλα, στήριξε τον αγκώνα στο γόνατο, το σαγόνι στην γροθιά του, και κοίταζε σκεπτικός έξω απ’ το παράθυρο.

Μου μίλησε θυμωμένα για την μάνα του, πως θέλει να τους αφήσει, πως παντρεύτηκε στα είκοσι της τον πατέρα του που ήταν τότε τριάντα πέντε.

Κάθε τρία χρόνια γεννούσε έναν γιό. Τρεις το σύνολο.

«Τσακώνονται κάθε μέρα εδώ κι έναν χρόνο. Του λέει πως κουράστηκε και θέλει πια να ζήσει. Φεύγει τα βράδια αφού βάλει τους μικρούς για ύπνο και γυρνάει το πρωί να τους ετοιμάσει για το σχολείο.»

…για δεκαοκτώ χρόνια

Κατά βάθος, κάθε στιγμή που ζούμε περιμέναμε χρόνια για να την ζήσουμε. Περιμέναμε χωρίς να το ξέρουμε, χωρίς την αγωνία της αναμονής. Έτσι ένιωσα σήμερα, όταν πήγα την μεγάλη μου κόρη στο εξεταστικό κέντρο. Πριν δεκαοκτώ χρόνια μου φαινόταν τόσο μακρινή αυτή η μέρα. Και σήμερα μου φαίνεται ακόμα πιο μακρινή η πρώτη της μέρα, τότε που αντικρίσαμε έκπληκτοι ο ένας τον άλλον στο μαιευτήριο. Τι χαζομπαμπάς! Αλλά πόσο μου αρέσει αυτή η λέξη. Μου έρχεται στο μυαλό ξανά και ξανά εκείνη η κοινότυπη έκφραση «ήρθε η ώρα να ανοίξει τα φτερά της», την λέω στον εαυτό μου, την λέω σε φίλους και νιώθω χαρά. Και τώρα αυτή τη στιγμή νιώθω σαν να γράφω έκθεση με θέμα «Πως πέρασαν τα τελευταία δεκαοκτώ χρόνια».

…από το απουσιολόγιο.

Όλες οι  απουσίες, δικαιολογημένες και αδικαιολόγητες, έχουν ένα όριο. Αυτό ορίζει ο «εσωτερικός» κανονισμός και θέλει προσοχή μη τις μπερδέψεις.

Ήμουν ερωτευμένος χρόνια με την απουσιολόγο. Όσο  δεν έβγαινε στα διαλείμματα τόσο ο έρωτάς μου φούντωνε χωρίς ν’ ανθίζει κι εγώ βασανιζόμουν.

«Πως μπορεί  να καρποφορήσει κάτι αν δεν ανθοφορήσει;»

Παραμονή πρωτομαγιάς τόλμησα. Της ζήτησα να πάμε  στην έκθεση λουλουδιών.

Δέχτηκε.

Όταν κλείσαμε το τηλέφωνο μου μύριζε γιασεμί.

Δεκαέξι ώρες αργότερα στεκόμουν στην είσοδο του ηλεκτρικού στον Πειραιά.

Περίμενα.

Δεκαεπτά ώρες αργότερα, όσα τα χρόνια μου, στεκόμουν ακόμα στην είσοδο του ηλεκτρικού στον Πειραιά.

Την είδα να διασχίζει αγκαλιασμένη με άλλον το απέναντι πεζοδρόμιο.

Τους ακολούθησα με τα μάτια προσπαθώντας να καταλάβω  αν έπρεπε να χρεώσω την απουσία στις δικαιολογημένες ή στις αδικαιολόγητες.