Πάγωσαν τα πόδια μου ξυπόλυτος. Θα φωνάζει η μάνα μου. Δε πειράζει. Όποτε ανεβάζω πυρετό δε πηγαίνω σχολείο και φτιάχνει κουλουράκια. Γίνομαι καλά και εκείνη χαμογελάει.
Το σπίτι θα μυρίζει βανίλια.
Μια τούφα μαλλιών πέφτει στα μάτια μου καθώς σκύβω για να τα κοιτάξω μέσα στον φούρνο. Την παραμερίζω. Νατα… Έχουν φουσκώσει, αγγίζουν το ένα το άλλο, μερικά στριμώχνονται. Εκείνα τα δύο κόλλησαν.
Τα κουλουράκια μου.
Λες και το σπίτι επιπλέει στο άρωμα του ζυμαριού που ροδίζει. Δε θέλουν πολύ. Λίγο ακόμα.
Ψιχαλίζει έξω. Γκρι φως τρυπώνει από το παράθυρο. Παραμερίζω την κουρτίνα και γίνεται μπλε.
Βάζω το θερμόμετρο. Δεν έχω πυρετό γαμώτο. Να πατήσω στα βρεγμένα. Θα προλάβω να αρρωστήσω όμως;
Σε λίγο ξημερώνει. Η μάνα μου θα έρθει να με ξυπνήσει.