Κατηγορία: ασκήσεις ύφους

…για το άσπρο της κιμωλίας

Τώραγια κλωθογυρνάς, αλυχτάς σα σκυλί δίβουλο, φευγάτο κι άφευγο μαζί. Όταν ήπρεπε να ονοματίσεις τ’ αδικο, καμωνόσουν τον άξερτο.

Τότενες ηξεύραμε δυο. Τώρα  ξεύρει ούλ’ η μεριά, πως  άφηκες να τη γεράσ’ η φυλακή. Σκιάχτηκες να μολοήσεις πω σα φαρμάκεψαν τον άντρα της, την είχες στο κρεβάτι σου τανάσκελα.

Κι ήπεσε το φταίξιμο πάνου της.

Ήκουγα ολονυχτίς που σκούζατε, βογκούσατε… Ηγώ αύπνωτος, άνιωτος, δερόμουν, να σβήκει η φλόγα στα σκέλια μου.

Το μούγκωσα. Το μασα το ψέμα σου, τ’ αδέλφωσα.

Την είδα ψες. Άσπρο της κιμωλίας η τρίχα  της.

«Δεκαπέντε χρόνια αδικίας Γιάγκο». Έτσιδά μωπε.

«Πε τ’ αδελφού σου να μη με σκιάζεται. Τη ψυχή του την άλαλη να σκιάζεται. Το δίκιο πε του, φευγάτο είναι · κιμωλία. Μα τ’ άδικο μελάνι άφευγο».

…για το αγοράκι με τα πλήκτρα

sebree_boyΝα, εκεί δίπλα στον κάδο σκουπιδιών άφησαν ένα πληκτρολόγιο και μια οθόνη. Βλέπεις; Τα φορτώνουμε στο ποδήλατο. Πάμε σπίτι – Σιγά το σπίτι, δύο δωμάτια μια κουζίνα ένα χωλ- Ναι, αλλά είναι σπίτι μου!

Εκεί στη γωνία, στο γραφείο άφησέ τα – Σιγά το γραφείο. Τραπέζι είναι – Ναι, αλλά  είναι το γραφείο μου! Τακτοποιεί την οθόνη και το πληκτρολόγιο στο «γραφείο».  Κάθεται.

Δήθεν, ανάβει την οθόνη. Κάτι γράφει στο πληκτρολόγιο. Τι γράφεις; Δεν βλέπω τίποτα – Είναι που δε ξέρεις τυφλό σύστημα. Χαμογελάει. Γράφω ένα παραμύθι – Κάνει κρύο εδώ μέσα – Μισό λεπτό…

Τελείωσα, τώρα θα το τυπώσουμε να το διαβάσεις και συ – Σιγά τον εκτυπωτή. Ζει; Με αγγίζει με το δάχτυλο, ακούγεται ένα «μπιπ», ανοίγει ένα κουτί, μου δίνει χαρτί και μολύβι. Ζεις, λέω και  γράφεις.

…(ε)ξημερωμένες

Ο παππούς είχε ένα μοτοσακό. Όχι κάνα καινούργιο, μη νομίζετε. Τρίτο χέρι νάτανε; Όλο έχανε βενζίνα, και ξέρναγε σκουριά. Κάθε καλοκαίρι του πέρναγε ένα χέρι λαδομπογιά,  κάθε μέρα η γιαγιά γκρίνιαζε πως «Βρωμάει το πεζοδρόμιο καμένο λάδι και μπενζίνα».

Ο παππούς, το ‘χε το μοτοσακό για τη δεύτερη δουλειά την απογευματινή, στο σαπουνάδικο. Πως έτυχε εκείνο το πρωί να σηκωθεί χαράματα, που γύρευε να πάει αξημέρωτα, άγνωστο.

Βγαίνει στο δρόμο, κάνει έτσι, άφαντο το μοτοσακό.

Δε προλαβαίνει να πάρει στενοχώρια, ακούει  πατ πατ. Γυρνάει, το βλέπει να ‘ρχεται με ξένο καβάλα.

Τον σταματάει. «Καλό φίλε το μοτοσακό μου;» του κάνει.

«Να σου πω. Δυο χρόνια που το παίρνω όταν εσύ κοιμάσαι και παγαίνω στη λαχαναγορά καλό μας έχει βγει».

Έτσι άρχισε η φιλία τους.

…υπό σκιάν

«Συστήματα σκίασης». Έτσι γράφει η ταμπέλα. Πλησιάζω να δω τι ακριβώς πουλάει το μαγαζί. Μάλιστα. Για κουρτινάδικο πρόκειται. Ο ιδιοκτήτης είναι άντρας, γύρω στα τριάντα. Αδύνατος, μεγάλα μάτια, αραιά μαλλιά. Αναρωτιέμαι τι δουλειά έκανε ο πατέρας του η ή τι δουλειά κάνει η γυναίκα του. Θα μπω. Μπαίνω.

Το μαγαζί είναι φτιαγμένο με γούστο. Ρωτάω τιμές, πιάνω κουβέντα. Απόφοιτος ΤΕΙ Διοίκησης επιχειρήσεων. «Παντρεμένος;» – «Παντρεμένος», «Παιδάκια;» – «Ένα. Κοριτσάκι». Αυτό, στη φωτογραφία, δίπλα στο ημερολόγιο του Πανιώνιου. Η γυναίκα του είναι δικηγόρος όπως ο πατέρας του. Μιλάμε λίγο για ποδόσφαιρο, «Πάρτε μια κάρτα…» παίρνω. Λευκή, λιτή, λιγόλογη.

Αλέξανδρος Π. Ηλιάδης.

Συστήματα σκίασης.

Μπαίνει μια  γυναίκα. Με συστήνει.  «Η γυναίκα μου» – «Χαίρω πολύ». Χαμόγελα.

Φεύγοντας τον ακούω να παλεύει με αθόρυβους μηχανισμούς επισκίασης.

…χωρίς κορνίζα

Με τοποθέτησε στον καναπέ. Κυριολεκτώ. Εγώ νόμιζα ότι με έβαλε να καθίσω αναπαυτικά. Μετά είδα το βλέμμα της να πηγαινοέρχεται από το πρόσωπό μου σε κάτι άλλο, δίπλα μου, έξω από το οπτικό μου πεδίο. Ζήτησα λίγο νερό. Όταν έφυγε γύρισα να δω. Ήταν μια βαριά ασημένια κορνίζα με την φωτογραφία του γάμου της. Μου είχε πει πως είχε χωρίσει. Ήπια το νερό κι έφυγα.

Περπάτησα λίγο κ’ έβαλα τον εαυτό μου να κάτσει σε ένα παγκάκι. Δυο παιδιά έπαιζαν ποδόσφαιρο με ένα μπουκάλι. Ακούστηκε ένα φρενάρισμα κ’ ένας γδούπος. Κοίταξα πίσω μου. Δεν είδα κάτι.  Γύρισα. Ο άνδρας αιμορραγούσε μερικά μέτρα μπροστά μου. Ήρθε αστυνομία. Έδωσα κατάθεση. Τους είπα ότι το δυστύχημα έγινε έξω από το οπτικό μου πεδίο. Δεν με πίστεψαν.

…χρεωστικές

Σα να μου φαίνεται πως άκουσα την πόρτα να κλείνει. Μόνο που δε ξέρω αν κάποιος ήρθε ή έφυγε. Εν πάση περιπτώσει πρέπει να σηκωθώ, να ετοιμαστώ. Χρειάζομαι και ξύρισμα.

Μάλλον θα πιω καφέ παρέα με το ραδιόφωνο, δεν ακούω θόρυβο στη κουζίνα. Το έχω πληρώσει πανάκριβα αυτό το ραδιοφωνάκι αλλά χαλάλι μου. Το έχω ευχαριστηθεί. Το χρώσταγα στον εαυτό μου. Δεν είχα σκοπό να χαλάσω τόσα λεφτά για ένα ραδιοφωνάκι αλλά το είχα καθυστερήσει.

Το κακό με τον εαυτό μας είναι ότι μας χρεώνει ακριβά. Θέλω να πω πως βάζει μεγάλους τόκους και δεν εξαργυρώνει διαμαρτυρημένες επιταγές της μοίρας . Αν αργήσεις να ξεχρεώσεις χάθηκες, δηλαδή τον έχασες. Πάλι ίδρωσε το μαξιλάρι μου. Μα τι γίνεται κάθε νύχτα μέσα στο κεφάλι μου;

…για το Big Ben Bang

Ευτύχησα να κάμω το πρώτον της ζωής μου ταξίδιον εις το εξωτερικόν, εις το Λονδίνον, εις μεγάλην ηλικίαν. Η πυκνή νέφωσις κατά την διάρκειαν της πτήσεως και η θλίψις μου προδιδομένη υπό του ειδώλου μου εις τον υαλοπίνακαν του αεροπλοίου, προκάλεσε την καθησυχαστικήν της φωνής της αντανάκλασιν «Μη στενοχωριέσαι μωρό μου όταν γυρίζουμε θα κάτσεις πάλι στο παράθυρο».

Παρά το γλυκύτατόν του ύφους και την θερμήν της επιδερμίδος της επαφήν, η ευκαιρία να θαυμάσω τας Άλπεις και τας μικρογραφίας των ευρωπαϊκών πόλεων με εγκατέλειπε ειρωνικώς με ιλιγγιώδην ταχύτηταν.

Παρά ταύτα απεζημιώθην όταν η νέφωσις αποσυρόμενη ως αυλαία θεάτρου, απεκάλυψεν την πιθανότηταν συντριβής. Εσκέφθην τότε ακαριαίως προ της αφ’ υψηλού θέας του Big Ben, ότι η πιθανότης προυπάρχει παντός συμβάντος, του Big bang συμπεριλαμβανομένου.