Τώραγια κλωθογυρνάς, αλυχτάς σα σκυλί δίβουλο, φευγάτο κι άφευγο μαζί. Όταν ήπρεπε να ονοματίσεις τ’ αδικο, καμωνόσουν τον άξερτο.
Τότενες ηξεύραμε δυο. Τώρα ξεύρει ούλ’ η μεριά, πως άφηκες να τη γεράσ’ η φυλακή. Σκιάχτηκες να μολοήσεις πω σα φαρμάκεψαν τον άντρα της, την είχες στο κρεβάτι σου τανάσκελα.
Κι ήπεσε το φταίξιμο πάνου της.
Ήκουγα ολονυχτίς που σκούζατε, βογκούσατε… Ηγώ αύπνωτος, άνιωτος, δερόμουν, να σβήκει η φλόγα στα σκέλια μου.
Το μούγκωσα. Το μασα το ψέμα σου, τ’ αδέλφωσα.
Την είδα ψες. Άσπρο της κιμωλίας η τρίχα της.
«Δεκαπέντε χρόνια αδικίας Γιάγκο». Έτσιδά μωπε.
«Πε τ’ αδελφού σου να μη με σκιάζεται. Τη ψυχή του την άλαλη να σκιάζεται. Το δίκιο πε του, φευγάτο είναι · κιμωλία. Μα τ’ άδικο μελάνι άφευγο».