Ο φίλος μου ο Στράτος ήταν πολύ τυχερός. Ο πατέρας του είχε μπακάλικο με μπισκότα. Όλη η οδός Κρήνης είχε τότε ένα μπακάλικο τρία ψιλικατζίδικα, δύο καφενεία και δύο γιωταχί.
Όποτε πήγαινα με την μάνα μου για τα ψώνια της βδομάδας η μάνα του Στράτου με κερνούσε ένα μπισκότο από κάτι μεγάλα τσίγκινα κουτιά δίπλα στην πόρτα και τα σακιά με τα φασόλια.
Μια μέρα η γιαγιά μου με έστειλε να πάρω ρύζι. Όμως η μάνα του Στράτου ούτε με ξεπροβόδισε ούτε με κέρασε. Καθώς έβγαινα, άνοιξα κι εγώ μόνος μου το κουτί και πήρα ένα μπισκότο. Στα κρυφά.
Όταν ξαναπήγα με την μάνα μου να ψωνίσουμε, η μπακάλισσα μου έδωσε δύο μπισκότα. «Το δεύτερο είναι για που θα έρθεις μόνος σου» είπε.