Πριν ξεκινήσουμε ο αγωγιάτης γύρισε στη φίλη μου και της ξεκαθάρισε.
-Το γαϊδούρι δεν κάνει στάσεις για να ανέβεις ή να κατέβεις. Άμα είναι καβαλίκεψε τώρα.
Το καβαλίκεψε, φορτώσαμε και τις βαλίτσες, βγάλαμε τις απαραίτητες φωτογραφίες, αστειάκια, χαμόγελα -τα τελευταία εκείνης της ημέρας.
-Είναι μακριά αφεντικό;
-Τρία τσιγάρα δρόμος.
Υπέθεσα ότι το τσιγάρο είναι μονάδα μέτρησης χρόνου και έκανα να ανάψω τσιγάρο.
-Κράτα τα τσιγάρα σου για μετά, είπε το «αφεντικό».
Μετά τη στροφή το γαϊδουράκι έπιασε να βαδίζει στην άκρη του γκρεμού και ο αγωγιάτης στη μέσα μεριά του χωματόδρομου σιγοτραγουδώντας νησιώτικα.
-Γιατί δε φέρνεις το γαϊδούρι πιο μέσα, πιο κοντά σου; ρώτησα εκνευρισμένος.
-Άμα θέλεις φίλε να ανέβει το φορτωμένο γαϊδούρι την ανηφόρα βάλε το να αγκομαχά στην άκρη του γκρεμού.